Κάτι να πω...
Βασανίζομαι...
Ο κυρ Νίκος, ο ψαράς...
Κοιτάει πάλι στον καθρέφτη. Γι’ ακόμα μια φορά βλέπει το παρελθόν να ξεμακραίνει και το μέλλον φαντάζει σαν σήμερα όσο ποτέ άλλοτε. Βλέπει στον καθρέφτη τον δεκαοχτάρη που, χωρίς ενδοιασμούς, φραγμούς και όρια, ζει τη ζωή του δίχως αύριο. Ζει το κάθε παρόν σαν να είναι το τελευταίο του σήμερα. Είναι μοναδικό συναίσθημα κάθε μέρα, όταν κοιτάς εκεί, να ρωτάς τον εαυτό σου «Τι βλέπεις;» και να περιμένεις απάντηση. Να βλέπεις μέσα σε ένα κομμάτι γυαλί, τα πριν, τα μετά, τα έτσι, τους λόγους, τις αιτίες, τα αλλιώς, τα επειδή, αλλά απάντηση να μην παίρνεις.
Χαμογελάει ∙ είναι μια κίνηση του προσώπου που του θυμίζει πως είναι ακόμα ζωντανός. Είναι αυτή η κίνηση, που φέρνει στο μυαλό τις πιο πρόσφατες χαρούμενες στιγμές, που κινεί όλους τους μύες, που στέλνει διαφορετικές ηλεκτρικές ενοχλήσεις σε όλα τα κύτταρα. Είναι αυτή η πράξη που τον ξαναφέρνει πίσω στα εφηβικά του χρόνια, στην ηλικία που αισθάνεται.
Ο κυρ Νίκος δεν είναι ο συνηθισμένος παππούς. Ξεφεύγει απ’ τα καθιερωμένα και τα τετριμμένα, γι’ αυτόν το λόγο, δίνει πάντα αφορμή για πειράγματα στα καφενεία του νησιού. «Για πού το ‘βαλες πάλι μπάρμπα - Νίκο; Που ετοιμάζεσαι να πας αυτή τη φορά;» του έλεγαν κάθε φορά που τον συναντούσαν να περνά, οι γέροι στα καφενεία. Αυτός όμως δεν άκουγε τις ερινύες και βάδιζε πάντα το δρόμο του. Κοσμογυρισμένος, με τις δικές του φουρτούνες και θάλασσες. Τώρα είχε δέσει το δικό του κάβο πια και περίμενε ο καιρός να ξεσύρει την άγκυρα που του είχε ξεμείνει. Την άλλη την είχε χάσει πριν λίγα χρόνια, όταν έφυγε η γυναίκα του απ’ το «κακό».
Καλός άνθρωπος, φιλότιμος και νοικοκύρης, ο κυρ Νίκος, είχε χρόνια στην θάλασσα. Στην αρχή, απ’ τα γεννοφάσκια του κιόλας, ανέβαινε στο καΐκι του πατέρα του. Ξύλινο, μικρό, είχε ρίξει πλύσιμο στην κουβέρτα του… Μετά μπάρκαρε σε φορτηγό. Είχε τελειώσει τότε με το σχολειό και τα γράμματα. Στα δεκάξι του κιόλας, τα είχε παρατήσει όλα και πήγε τζόβενο στην ‘‘Αθηνά’’, ένα παλιό καρβουνιάρικο. Από τότε έχει το σημάδι στον δεξί του ώμο. Αυτό συμβαίνει πάντα με τους ναυτικούς ∙ η θάλασσα τους αφήνει το σημάδι της ‘‘αγάπης’’ της, χαραγμένο όχι μόνο στην ψυχή, αλλά και στο σώμα τους. Ήταν στο Νταρ της Αφρικής, όταν έσπασε το βίντσι και του ‘‘έγλυψε’’ την πλάτη. Σαν από θαύμα σώθηκε τότε.
Τρεις μεγάλες αγάπες είχε ∙ την κυρά του, που πιο ιερό δεν είχε, τους δυο του γιούς και το ψάρεμα. Ό,τι και να πει κανείς για να περιγράψει την αγάπη τούτου του ανθρώπου για τη γυναίκα του είναι πολύ λίγο. Κάθε πρωί και κάθε βράδυ, στην προσευχή του, παρακαλούσε το θεό του, να έχει καλά τη γυναίκα του και μετά εκείνον, τη γυναίκα του και τα παιδιά του.
Ήταν έτοιμος να φύγει. Είχε πάρει το βαλιτσάκι του, τις πετονιές του, τα πεταχτάρια, το δόλωμα και τη σπαστή καρέκλα και αφού πέρασε και από τον καθρέφτη, ήταν έτοιμος να αναχωρήσει. Αριστοκράτης σε κάτι τέτοια, να προσέξει κάθε λεπτομέρεια πριν βγει απ’ το σπίτι, τα ρούχα, τα μαλλιά, όλα. Μερακλής άνθρωπος, είχε ακόμα εκείνη τη βέσπα που ούτε κι εκείνος θυμάται από πότε, μα φάνταζε σαν καινούργια. Τι καινούργια, ντρεπόσουν να την ακουμπήσεις. Σε διπλή σακούλα τα ψαρικά, ανάμεσα στα πόδια και επόμενη στάση το αγνάντι.
Καθόταν ώρες στα βράχια, με το ραδιοφωνάκι του, την πίπα του και εκεί, να δολώνει και να μαζεύει. Τι ηρεμία αυτός ο άνθρωπος. Σου έβγαζε μια απίστευτη γαλήνη, πόσο μάλλον όταν ψάρευε. «Το ψάρι θέλει υπομονή, και όταν το ψαρεύεις, και όταν το ψήνεις, και όταν το τρως» έλεγε στον γιο του, όταν τον έπαιρνε μαζί του σαν ήταν παιδί. Μα αυτός, διάολος σκέτος, να σκαρφαλώνει σαν τον ταρζάν στα βράχια, στις πιο απόκρημνες γωνιές τους, να βουτάει από ψηλά και να νευριάζει τον πατέρα του, διώχνοντας τα ψάρια. Ό,τι κι αν του έκανε, ο κυρ Νίκος δεν είχε σηκώσει ποτέ χέρι πάνω του.
Νύχτωσε και χαμπάρι δεν πήρε πάλι. Πως περνάει έτσι αυτή η ώρα όταν κάνεις πράγματα που σ’ ευχαριστούν, ενώ μοιάζει αιώνας το κάθε λεπτό, όταν κάνεις κάτι που σε δυσαρεστεί. Για τον κυρ Νίκο πάντως, ό,τι κι αν έκανε, ο χρόνος ποτέ δεν του έφτανε. Με ό,τι καταπιάνονταν, το έκανε με αφοσίωση και περίσσιο μεράκι που όσες ώρες κι αν αφιέρωνε, του ήταν πάντα λίγες. Τι κι αν είχε πιάσει κοντά στα τρία κιλά ψάρια, δυο ροφουδάκια, μια σάλπα και ένα σκαθάρι, νόμιζε πως ακόμα δεν είχε περάσει δεκάλεπτο απ’ τη πρώτη δολωσιά. Κάθε τι μικρό που έπιανε, το ξανάριχνε στην θάλασσα. Το είχε μάθει απ’ τα ταξίδια του, κάπου στην Αφρική, πως για να γίνει μεγάλο ένα ψάρι, πρέπει να έχει μικρότερα για να φάει ή να μείνει στην θάλασσα όσο είναι μικρό. Έτσι κάνουν εκεί. Ό,τι είναι πιο μικρό απ’ το μπράτσο τους, το ξαναρίχνουν στην θάλασσα.
Είχε ψαρέψει σ’ όλο τον κόσμο, σε κάθε χώρα που είχε επισκεφτεί, σε κάθε λιμάνι, σε κάθε ράδα. Είχε δει κάθε λογής ψάρι, μέγεθος και χρώμα. Ήξερε πια, όλα τα κόλπα για να πιάνει κάθε λογής ψάρι και μαλάκιο, γιατί ρωτούσε όπου κι αν βρισκόταν τους ντόπιους, για τις διάφορες τεχνικές τους, για τα δολώματα που χρησιμοποιούσαν και γι’ άλλες τόσες λεπτομέρειες. Με θαυμαστή προσήλωση, καθόταν και τα σημείωνε σ’ ένα τετράδιο και μετά, με σχολαστικότητα, τα καθαρόγραφε στο ‘‘καλό’’ του το τετράδιο ∙ τι σχολικό κατάλοιπο και αυτό. Αν και δεν σκάμπαζε από γράμματα, ήταν φιλότιμος μαθητής και προσπαθούσε.
Μάζεψε λοιπόν τα πράγματά του, έβαλε και τα ψάρια σε μια σακούλα με λίγα παγάκια και γραμμή για να πάρει το γιο του απ’ το φροντιστήριο. Μαθητής τρίτης λυκείου, ακολουθώντας στα χνάρια του πατέρα του, ούτε κι εκείνος σκάμπαζε πολλά. Τουλάχιστον έτσι δήλωναν οι καθηγητές του ∙ τι άνθρωποι κι αυτοί. Καλό παιδί, πρόθυμο και εργατικό, έπιαναν τα χέρια του. Δούλευε με έναν μάστορα τα σαββατοκύριακα, φίλο του πατέρα του, για να του δείχνει τη δουλειά. Μικρός, σαν γεννήθηκε, οι γιατροί είπαν πως έπασχε από υδροκεφαλισμό και πως θα ήταν λίγο πιο ‘‘αργός’’ από τους συνομηλίκους του. Πολλές φορές, αυτό ήταν αιτία για πειράγματα, όπως κι αυτό το απόγευμα.
«Γιώργη, γιατί ρε φίλε δεν λύνεις καμιά άσκηση στα μαθηματικά;» «Γιατί ακόμα δεν έμαθε την πρόσθεση…», χαζογελούσαν οι συμμαθητές του την ώρα που ερχόταν ο πατέρας του. «Γιώργη!!», του φωνάζει, κι αυτός αρπάζει τη σάκα του και πηδάει στον κεραυνό. Έτσι την έλεγε τη βέσπα του πατέρα του χαϊδευτικά.
Είχαν τραβήξει πολλά, και αυτός και η γυναίκα του, για τον Γιώργη τους. Τι εξετάσεις, τι ταξίδια σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη για επισκέψεις σε γιατρούς, αλλά καμιά βελτίωση. Αυτοί δεν είχαν πρόβλημα, μιας και ο ‘‘πασάς’’ τους ήταν το καλύτερο δώρο που τους χάρισε η ζωή. Ήταν το αγγελούδι τους. Για εκείνον ό,τι κάνανε και για τον αδερφό του, για να μην έχουν πρόβλημα όταν εκείνοι θα φύγουν. Για να μπορεί να σταθεί στα πόδια του και να μην τον κοροϊδεύει κανείς τότε.
Ο κυρ Νίκος ήταν πολύ κουρασμένος. Έκατσε στο μπαλκόνι να αγναντέψει τη θάλασσα, να πιει το ουζάκι του και να φάει το μεζεδάκι του. Έβαλε στον γιο του να φάει το υπόλοιπο και του πρόσφερε ψωμί. Για ούζο, ούτε κουβέντα. Του απαγόρευε το αλκοόλ μπροστά του. Κάτσανε και οι δύο στο τραπέζι, ο ένας προς τα μέσα και ο άλλος προς τα έξω. Γι’ ακόμα ένα βράδυ δεν ανταλλάξανε πολλές κουβέντες. Ο Γιώργης εδώ και λίγο καιρό, ρωτούσε για τη μητέρα του, και ο κυρ Νίκος, δεν έβγαζε λέξη. Όποτε την έφερνε στον νου του, βούρκωνε, πιάνονταν η ανάσα του και αισθανόταν πως θα λυγίσει. Για να μιλήσει γι’ αυτήν, ούτε λόγος. Γι’ αυτό ο Γιώργης του κρατούσε μούτρα. Ήθελε να μάθει αν τον αγαπούσε, πως τον φώναζε και να του τραγουδήσει ένα νανούρισμα που θυμόταν μόνο το ρυθμό του.
Αφού τελείωσε ο μικρός το φαγητό, έφυγε με μια ξερή καληνύχτα και άφησε τον πατέρα του να χαζεύει τα άστρα. Γυρνούσε το βλέμμα του πότε στον Ωρίωνα, πότε στην Πούλια, πότε στην Κασσιόπη και τη μικρή Άρκτο. Μάλλον την είχε αρπάξει, γιατί είχε έναν πόνο στο στήθος απ’ την ώρα που γύρισε απ’ το ψάρεμα. Ξανανάβει το τσιμπούκι του και γυρίζει πάλι προς τον ουρανό. Κάπου σαν να θόλωσε το βλέμμα του και τ’ αστέρια άρχισαν να παίζουν το δικό τους παιχνίδι.
Άρχισαν να κρύβονται και να τρέχουν, να πηγαίνουν εδώ κι εκεί, και όλα μαζί να περιστρέφονται γύρω από ένα ίνδαλμα, εκείνο της κυράς του. Ήταν πανέμορφη, σ’ ένα αέρινο πορτοκαλί φόρεμα και τ’ άστρα, ήταν τα στρασάκια του. Σφίγγει τα δόντια και σηκώνεται απ’ την καρέκλα. Πάει δίπλα απ’ το κρεβάτι του μισοκοιμισμένου του γιού και του λέει : «Η μητέρα σου σ’ αγαπούσε, σ’ αγαπούσε πολύ, πιο πολύ και από εμένα. Εσένα και τον αδερφό σου σας είχε στην ίδια θέση με τον Άγιο Νικόλα. Ήταν αρχοντογυναίκα, ψηλή και νταρντάνα, η ωραιότερη του νησιού. Όταν περνούσε απ’ το λιμάνι, τα καστανά μαλλιά της ανέμιζαν και χάζευαν τους περαστικούς στους καφενέδες. Σε φώναζε ‘‘το αγγελούδι μου’’ και σ’ αγαπούσε με τέτοια αγάπη, όπως δεν έχει αγαπήσει ποτέ άλλη μάνα το γιο της. Και εγώ την αγαπούσα, κι εσένα σ’ αγαπώ, να το θυμάσαι αυτό. Θέλω να ξέρεις πως ό,τι κι αν συμβεί, εσύ είσαι ό,τι καλύτερο έχουν να δείξουν οι άνθρωποι στο θεό, γιατί είσαι γιος δικός μου και της μάνας σου. Να μην φοβηθείς ποτέ, κανέναν και τίποτα και ό,τι κι αν σου συμβεί, να σφίγγεις τα δόντια, να σηκώνεις το κεφάλι προς τον ουρανό, να βάζεις μπροστά τα δυο σου χέρια και να σηκώνεσαι. Να αγαπάς τον αδερφό σου και να μην χωρίσετε ποτέ. Να ξέρεις γιε μου, σ’ αγαπώ πιο πάνω κι απ’ τη ζωή μου. Αντίο…», πήρε μια βαθιά ανάσα και έφυγε…


Χωρίς φρένα
Ήταν σούρουπο, κοντά στην ακτή. Μόλις είχε ανοίξει τα μάτια του απ’ τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Η γεύση της θάλασσας ακόμα στέγνωνε τα χείλη του. Τα ροζιασμένα, απ’ τη δουλειά, χέρια του τράβηξαν απ’ το μέτωπό του τα καστανά μαλλιά του. Και τι δεν είχαν τραβήξει αυτά τα χέρια ∙ χιλιόμετρα δρόμων. Έκατσε λίγο και χάζεψε τη θάλασσα ∙ την απέραντη καταγάλανη θάλασσα, που τώρα άρχιζε να παίρνει ό,τι λογής χρώμα ήθελε ο μεγάλος ζωγράφος.
Μετά ξυπνάει τους άλλους. Ήταν η σειρά τους να του φτιάξουν καφέ. Κάθε μέρα και άλλος, έτσι είχαν συμφωνήσει. Πιάνει να φτιάξει λοιπόν αυτή. Ήταν η πριγκίπισσά του, άσχετα αν δεν της το είχε πει ποτέ. Πάνε τέσσερα χρόνια από τότε που θέλει να της μιλήσει, αλλά αυτός ο κόμπος στο λαιμό, σαν γόρδιος δεσμός, πλέκει τις φωνητικές του χορδές. Όποτε προσπάθησε ο Αλέξανδρος να βγάλει το σπαθί του για να τον κόψει, πάντα του έπεφτε απ’ τα χέρια και έχανε την λαλιά του. Τι βάσανο κι αυτό, να αγαπάς πάντα μόνος.
Είναι πολλά που τον έκαναν στην αρχή να ντρέπεται και να δειλιάζει, μα τώρα, μετά από τόσα χρόνια, μόνο το θάρρος του ξέμεινε στα υπόγεια, κι αυτό, γιατί ακόμα δεν κατέβηκε να το τραβήξει.
«Αλέξανδρε, Αλέξανδρε, πού ταξιδεύεις πάλι ρε συ…» με απορία και χαμόγελο τον ρωτάει ο επιστήθιος φίλος του. «Είναι πάλι αυτή που με ταξιδεύει…» του απαντάει καθώς τραβάει τα μάτια του από πάνω της. Τόση ώρα προσπαθούσε να βρει σε ποιο ρυθμό κουνιόταν το κορμί της, ποιοί στίχοι θα μπορούσαν να περιγράψουν την ομορφιά της και ποιό λουλούδι θα μπορούσε να συγκριθεί με το άρωμά της, όταν σκυφτά, του λέει την πρωινή καλημέρα.
Είχε έρθει η ώρα για να φύγουνε. Με την βοήθεια των άλλων, ανέβηκε πάνω όπου είχε αφήσει το αμάξι του. «Αχ αυτή η άμμος, πολύ κουραστική και στην κατάβαση και στην ανάβαση.» είπε. Μόλις όμως ήρθε και έκατσε δίπλα του η Αλεξάνδρα, τα ξέχασε όλα, και την ταλαιπωρία, και την κούραση. Όλα! Έβαλε μπροστά και φύγανε.
Α, ναι, τι σύμπτωση, είδες είναι συνονόματος με την αγαπημένη του, ξέχασα να το αναφέρω προηγουμένως. Ποιος είμαι εγώ; Αυτό θα το μάθετε αργότερα.
Μετά από ώρες οδήγησης, έφτασαν σπίτι της. Με μια καληνύχτα και ένα ευχαριστώ, την αποχαιρέτησε ξανά, μ’ αυτή, γυρνάει και τον φυλάει ξανά στο μάγουλο, όπως και κάθε άλλο βράδυ. Όμως αυτή την φορά, βαριαναστέναξε, σαν να ήθελε να του πει «ως πότε», και γύρισε και έφυγε.
Γι’ ακόμα ένα βράδυ, θα φύγει χωρίς να πει κουβέντα. Γι’ ακόμα ένα βράδυ, θα γυρίσει μόνος στο σπίτι. Μετά από τόση ταλαιπωρία και κούραση, έπεσε σαν ξερός να κοιμηθεί. Τα πόδια, ξύλινα, τα σέρνει πάνω στο κρεβάτι. Τι θλίψη κι αυτή… Μα το έχει πια συνηθίσει. Έπρεπε γρήγορα να αποκοιμηθεί γιατί αύριο πάλι δεν θα σηκωνόταν με τίποτα για τη δουλειά. Στο μυαλό του όμως αυτή, όπως και κάθε άλλο βράδυ… Φτιάχνει σενάρια, ιστορίες και λόγους, καθώς δεν μπόρεσε ποτέ να τα κάνει. Μα κοίτα πως είχε πάντα στα όνειρά του, όλα ήταν τόσο εύκολα και απλά. Εκεί, όλα τα έκανε σωστά και τιμούσε την φήμη του συνώνυμου ήρωα.
Ακόμα μια μέρα ξημερώνει και αυτός, όπως πάντα, σχολαστικός στο ντύσιμο, στο ξύρισμα και το παρφουμάρισμα. Κάθεται πάντα μετά, για λίγα λεπτά και προσεύχεται στο θεό του, να μην τύχει σε κανέναν άλλο το κακό που του έτυχε ∙ λες και οι άλλοι δεν έχουν τα δικά τους προβλήματα και τις δικές τους ατυχίες.
Η δουλειά του ζηλευτή και παράλληλα πασίγνωστη. Όλος ο κόσμος την βλέπει και την ακούει, μα κανείς δεν μπορεί να καταλάβει, ούτε πόσος χρόνος, ούτε πόσος πνευματικός κόπος απαιτείται. Είναι όμως αξιοθαύμαστος γιατί καταφέρνει να κάνει το χόμπι του εργασία και τη δημιουργικότητά του, πηγή βιοπορισμού του. Σήμερα όμως δεν θα δημιουργήσει. Σήμερα θα παρακολουθήσει την δουλειά ενός συναδέλφου του και θα του πει την γνώμη του. Ίσως μάλιστα, όπως συνηθίζει, να του ετοιμάσει κάποιο κομμάτι σαν πρόταση για ό,τι λάθος βρει.
Λες, μιάμιση ώρα ταινία, πόση δουλειά να θέλει και τι δημιουργικό να κάνεις, αφού, πέρα από τα τραγούδια των τίτλων έναρξης και λήξης, όλα τα άλλα είναι ίδια. Εδώ όμως ο Αλέξανδρος έχει να καταθέσει πολλά, για τα δέκα χρόνια δουλειάς του πάνω στο αντικείμενο. Είναι μόλις είκοσι επτά και όμως, είναι στους τρείς καλύτερους της Ευρώπης. Αν τον ρωτήσεις όμως, δεν θα πει πολλά. Του αρέσει να μιλάει μέσα από τα έργα του. Άλλωστε, δεν είναι τυχαία τα τόσα βραβεία που έχει, σε κάτι χαρτόκουτες στο υπόγειο του σπιτιού του. Γι’ αυτόν, τα καλύτερα και πολυτιμότερα βραβεία που του έχουν δώσει, είναι τα σχόλια, οι αγκαλιές των φίλων και τα ίδια τα κομμάτια.
Μόνος λοιπόν στο γραφείο του - ο θεός να το κάνει γραφείο - παρατηρεί με περίσσια προσήλωση την ταινία, σημειώνοντας κάθε τόσο κάτι νούμερα στο κίτρινο μπλοκ, πάνω στο διπλό αρμόνιο. Τώρα, κάποιος που ξέρει τον Αλέκο, θα πει «ποιο διπλό αρμόνιο;» αφού έχει τρία, γύρω του, σχηματίζοντας ένα μεγάλο πι. Από πάνω και γύρω στους δέκα πόντους πιο πίσω, βρίσκονται οι οθόνες, μεγάλες και φαρδιές οθόνες.
Πολλές φορές είχε σκεφτεί για το σχήμα τους, το χρώμα τους και για το τι πραγματικά είναι. Πάντα κατέληγε στο ίδιο, ότι δηλαδή είναι ένα παράθυρο για να βλέπεις πίσω στο χρόνο, ό,τι πιστεύουν κάποιοι πως αξίζει να μείνει στην ιστορία. Και ακόμα περισσότερο, αισθάνεται σαν μικρός θεός, καθώς ζει στο χρόνο του και παίζει με τον χρόνο των άλλων, πίσω, μπροστά, αργά, γρήγορα, μεγέθυνση, σμίκρυνση, μα λείπει το σπουδαιότερο, η περιστροφή. Όλα εκεί είναι στάσιμα και σταθερά. Προβάλεται μόνο ό,τι εστιάζει ο δημιουργός τους, χωρίς να μπορείς να κάνεις λίγο δεξιά, ή να πας πίσω, στην κοπέλα με το κόκκινο φόρεμα. Άπαξ και την προσπέρασε ο διαβάτης, δεν μπορείς να δεις τα μαλλιά της να ανεμίζουν στον αέρα.
Έχει και κάτι ξύλινα ηχεία, γύρω και πάνω απ’ τις οθόνες. Από μικρός είχε την απορία πως μεταφέρεται ο ήχος, πως μεταδίδεται απ’ το ηχείο και πως μοιάζει τόσο πολύ με τον αληθινό. Αν και ξέρει, ποτέ δεν θέλει να πιστέψει τη λογική εξήγηση. Από μικρός πίστευε πως μια μαγική θεά, που αγαπάει τους ανθρώπους και ειδικά τα παιδιά, φέρνει τις φωνές των αγαπημένων τους μιας και είναι δύσκολο να φέρει αυτούς. Ακόμα, αυτή η μαγική θεά, μπορεί να τις ταξιδεύει μέσα στον χρόνο, να τις αφήνει να χορεύουν, να πετάνε και να παίζουν στον αέρα.
Πάλι άρχισε να ξεφεύγει το μυαλό. Ίσως και να φταίει αυτό το καρτούν που βλέπει και αξιολογεί. Ίσως πάλι να οφείλεται στο νεαρό της ηλικίας του. Μπορεί πάλι να οφείλεται στο ότι ποτέ δεν ακολούθησε τον τρόπο ζωής και σκέψης των ενηλίκων. Μάλλον είναι το ύψος του που τον φέρνει πιο κοντά στην ηλικία των δέκα έξι. Αν και κοντά στα δύο μέτρα, καθιστός φτάνει το ένα και εξήντα με το ζόρι. Ίσως, το μόνιμο χαμόγελο στα σχισμένα χείλη του να μαρτυρά κι αυτό με την σειρά του, άνθρωπο τυχερό, δίχως προβλήματα, έγνοιες και ατυχίες ∙ τι ειρωνεία! Κανείς δεν ξέρει. Σίγουρα όμως, θέλει τεράστια ψυχική δύναμη και κουράγιο για να αντιμετωπίζεις έτσι τα διάφορα προβλήματά σου. Είναι μοναδικός σε αυτό. Όλοι παίρνουν κουράγιο απ’ την στάση του και σε αυτόν βρίσκουν την δύναμη να συνεχίζουν μπροστά.
Πήγε βράδυ και ούτε που το είχε καταλάβει. Είχε υποσχεθεί στους γονείς του, να δειπνήσει μαζί τους. Τους οφείλει πολλά μιας και τόσα χρόνια, ήταν δίπλα του, συνοδοιπόροι στο δύσκολο αυτό δρόμο της ζωής. Τα είχαν περάσει όλα μαζί, οι τρείς τους κι εγώ. Πήρε λοιπόν τηλέφωνο την Αλεξάνδρα, να ακυρώσει το ραντεβού καθώς πήγαινε να πάρει το αμάξι. Τι γλυκιά φωνή, πάντα τρυφερή και απόλυτα εκφραστική, καταλαβαίνεις πάντα πώς αισθάνεται και πώς νοιώθει. Κάτι μέσα του όμως του έλεγε να της μιλήσει τότε. Με ένα «έχω κάτι σημαντικό να σου πω την επόμενη φορά» έκλεισε το τηλέφωνο. Ταχυπαλμία, πάντα ταχυπαλμία.
Βγήκε λοιπόν αληθινό το προαίσθημά του. Ξεκίνησε για τους γονείς του ∙ ταξίδι μακρινό. Τα τέσσερα χιλιόμετρα δεν τελείωσαν ποτέ…
Πριν τελειώσω την ιστορία μου, σας οφείλω μιαν εξήγηση, για το ποιος είμαι εγώ και γιατί σας τα λέω όλα αυτά. Θα σας εξηγήσω με αυτό που μου είπαν όταν γεννήθηκα.
Μου είπαν λοιπόν πως, με κάθε γέννα μωρού, δύο ζωές ξεκινούν, δύο ζωές που έχουν την ίδια μοίρα, δύο ζωές που η μία προστατεύει την άλλη, δύο ζωές, μία ορατή και μία αόρατη. Γεννήθηκα λοιπόν για τον Αλέξανδρο, για να είμαι πάντα δίπλα του, σε κάθε του κίνηση, σε κάθε στιγμή της ζωής του. Γεννήθηκα λοιπόν για να του μιλάω, να τον ενοχλώ όσο ενοχλεί, να τον βοηθάω όσο βοηθάει. Κάποιες φορές μάλιστα, του δίνω την ευκαιρία να επιλέξει και να κρίνω τις επιλογές του. Είμαι πάντα δίπλα του, εδώ και είκοσι επτά χρόνια. Σήμερα όμως, ήρθε η ώρα να τον συνοδέψω σ’ έναν άλλο προορισμό, πρωτόγνωρο γι’ εκείνον, γνωστό γι’ εμένα.
Φεύγουμε λοιπόν όλοι μαζί, εγώ, εκείνος, οι γονείς του και ακόμα δύο άγγελοι. Ο Αλέξανδρος κοίταξε πίσω, σε ένα κόκκινο τοπίο, οχτώ άσπρες ρόδες. Το αμάξι των γονιών του ήταν αυτό που έληξε τον αγώνα του. «Δεν έπιασαν τα φρένα…» έγραψε ο αστυνόμος στην αναφορά του. Τι τραγικό, μιας και το δικό του όχημα δεν είχε φρένα. Αυτός ήταν και το γκάζι και το φρένο στο άσπρο καροτσάκι του.
Χτυπάει το τηλέφωνο. Μήνυμα εξήφθη. «Έχει περάσει τόσος καιρός και ακόμα δεν έχεις καταλάβει. Στέκεσαι στα πόδια σου όταν όλοι γονατίζουν μα ακόμα δεν έχεις σταθεί μπροστά μου, να μου πεις αυτά που βλέπω στα μάτια σου. Τόσο καιρό περιμένω αυτή τη στιγμή. Τίποτα για εμένα δεν είναι πιο σημαντικό απ’ το να ακούσω και από εσένα το ‘‘Σ’ αγαπώ’’. Να προσέχεις. Θα βρεθούμε αύριο, φιλιά, Αλεξάνδρα.»
> Ksidias Yiannis < > uzuburu-buru.blogspot.com <
Σαν μπερδεμένες σκέψεις, σε ρωτώ..
Έχω και πάλι όρεξη να γράψω, να αποτυπώσω σε λέξεις τις μπερδεμένες σκέψεις που καταπνίγουν το μυαλό μου. Mπορώ ώρες να μιλάω για κάτι άχρηστο και ανούσιο, για κάτι σύνθετο και κοινό, για οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτά που νοιώθω. Το παθαίνω συχνά, όταν είμαι ερωτευμένος, να μην μου φτάνει ο χρόνος να περιγράψω ότι νοιώθω, να μην προλαβαίνω να τα πω με λίγες λέξεις, να κουράζω.
Λέτε πως έχω φαντασία και ικανότητα να μιλάω στην ψυχή, μα πάντα φαντάζομαι πράγματα που δεν υπάρχουν, συναισθήματα που δεν αισθάνθηκαν και νοήματα ανόητα. Ζαλίζομαι, κουράζομαι και δυσανασχετώ. Νομίζω πως ότι έχω την δυνατότητα να αγγίζω, να ακουμπώ, να νοιώθω με τις πέντε μου αισθήσεις, μου ανήκει, πως είναι κτήμα μου. Πάντα ο ίδιος, εγωιστής και υποκριτής, και τώρα απολογούμαι για τα λάθη που έκανα, που θα κάνω και αύριο, για τα μαθήματα που ποτέ δεν έμαθα.
Εχω την ανάγκη να μιλήσω, να σου πω τις πιο κρυφές και ιδιαίτερες μου σκέψεις, ότι φαντάζομαι και ότι σκέφτομαι, όσο εσύ έχεις γυρισμένο το βλέμμα σου στον πλανόδιο με τα λουλούδια. Κάθε γωνία και κάθε καμπύλη του προσώπου σου με ενοχλεί. Με ενοχλεί το πως μασάς το μαρούλι και πως πιάνεις το ποτήρι του καφέ με το αριστερό σου χέρι. Με τσαντίζει όταν γέρνεις το κεφάλι προς τα δεξιά, θέλοντας να με κάνεις να νομίζω πως με παρακολουθείς και πως ενδιαφέρεσαι για τις μαλακίες που λέω. Δεν νοιώθω τίποτα όταν μου τρίβεις με την γόβα σου την γάμπα μου, μα προσποιούμαι πως σε αγαπώ και πως σε θέλω. Τρυφερό θεωρώ το να μου χαϊδεύεις τον λοβό του δεξιού μου αυτιού και όχι να με λες χοντρούλη μου.
Όλα αυτά είναι πολλά από αυτά που θέλω να πω, να εκφράσω και να σου δείξω μα γι ακόμα ένα βράδυ θα σιωπήσω. Θα αφήσω αυτό που λες "την αγάπη μας" να γεμίσει το γεμάτο καπνό, υγρασία και ηδονή δωμάτιο. Θα σιωπήσω και το κεφάλι θα γύρω στα αριστερά, να πιάσω την μπύρα που μισοχύθηκε το πάτωμα. Ποιος νοιάζεται, αύριο είναι μια άλλη μέρα, μια νέα αρχή στην πορεία της σχέσης μας. Ένα νέο τουβλάκι ντόμινο που προστίθεται στην σειρά, κατασκευάζοντας, ποιος ξέρει, το δικό μας ρεκόρ.
Μα σαν κάθε άλλο συναρπαστικό και γεμάτο αγωνία παιχνίδι, κάποιο τουβλάκι που δεν στέκεται καλά, θα γύρει και θα ρίξει το προηγούμενο και εκείνο με την σειρά του το αμέσως προηγούμενο και ούτω καθ εξής, ώσπου ή κάποιος να σταματήσει αυτή την καταστροφική πορεία της φύσης, ή να το παρατηρούμε μαχόμενοι να γκρεμίζεται. Τι θεαματικό, τόση ενέργεια να εκλύεται σε λίγα δευτερόλεπτα, να σχάζει σαν σε πυρηνικό αντιδραστήρα και να καταπνίγει κάθε μορφή ζωής στο πέρασμά της.
Και εμείς εκεί, να δίνουμε τις δικές μας εξηγήσεις πάνω από τα ερείπια. κάποιος πάντα προσπαθεί να τα ξανακτίσει πάντα ο άλλος, παλεύει να τα διαλύσει. Πάντα νοιώθω κουρασμένος μετά από κάθε μας σύγκρουση. Είναι όπως όταν βγαίνω ηττημένος από το ρινγκ, γεμάτος μώλωπες και πληγές, με μια ψυχολογία κουρέλια μα με ένα μυαλό πεντακάθαρο, όπως στην ακτή, όταν σωπαίνει η τρικυμία. Είμαι μια παραλία γεμάτη φύκια και κομμάτια από τα σπασμένα ξύλινά μας καράβια, που η άγκυρες τους δεν τα κράτησαν για να μην ξεσύρουν...
Σε αγαπώ, αλλά μου είναι δύσκολο να το νοιώσω... ...μου είναι όμως εύκολο να στο πω...
{...ενυπόγραφο...}


When Yiannis decided to go in Tanzania…(part 4)
I'm again in Dubai, it's my connection flighting destination, but this time, it's for the way back. It's raining outside and it's 6:00 am local time. One more of my adventures, is coming to it's end. This isn't so bad, if you consider that every end, is a beginning of something else. The main difference this time is that I believe that this trip in Tanzania, was the best gift I ever gave to myself.
I promised to my friend Zazu that I 'll write this post in English, but right now, it's so difficult for me to describe my experience in any language. Everything was so unique and so special. From the very first moment I was there, small little problems were coming to my way but I overpassed them all and these small problems, made my trip so great.
The whole story started when I had some money and some time, and I wanted to spent them both. I found the destination, I booked the tickets and after that, I send a mail to my friend if he has some space to his house to host me. I really cannot think what would have happen if he had gave me a negative answer.
Everything was so great to this trip. I lived in a great house with Zazu's parents. They treated me like I their own child. I 'm so grateful to those people because they made me feel like home. Moreover, Zazu made his best to make my stay there, an unforgettable experience.
I would like to start with my first weekend there but it 'll be a big mistake if I don't mention that they send a driver that was speaking Greek to pick me up from the airport. Can you imagine the feeling of going to Africa, after a two days trip and more that nine hours in a couple of planes, trying to sleep in a airport's terminal, facing bureaucracy for your visa and spending more than an hour for that, when everyone took it in ten minutes, and wanting so desperately to see your friend and to feel safe? A came out of the final door, stinking like a trash can, facing a really warm environment with high humidity, full of colored taxi drivers asking me if I wanted a taxi, and instead of facing my friend or his father, I heard somebody looking for me and speaking in Greek.
Everyday there had it's strange part. I cannot forget the day that I brought a huge 15 l. bottle of water caring it on my shoulders and walking in the rain, in a country rood with no asphalt and full of small lakes. Everyone was laughing at me! I cannot forget also the other day, that I was coming again back home, with two big bags full of staff and it was raining so hard that even my underwear was totally wet. That day, I couldn't walk with my flip flops so I took them out and I tried to walk with my bare foot, without any difference. I remember that a guy called me to share a peace of roof. It was less than a square meter and we fitted there seven people. We were squeezed like the sardines in their can.
It 'll sound crazy but during my stay there, I crashed a wedding, a baptist ceremony, an engagement and the best of all, a women bachelor party. I had also the luck to be caught by a Tanzanian soldier and he forced me to ware hand-cops. It was the first time in my life that I was waring hand-cops for not a kinky reason. An other day, in Zanzibar, I was close to go to the court for a taxi driver that cheated us, but here, braiding is the rule, not the exception. These are some of the crazy things that I 've done there the last two weeks.
Coming to the end of my post and the end of my adventure, I wish I had more days to spent there. I also wish, this won't be the last time I 'm visiting Africa and I hope, people to give it a chance and choose to go for vacations in countries that are not so famous. I also hope everyone to take more seriously Africa's problem. Africa is a blessed continent, full of recourses but with the bad luck that foreigners own them and control their market. The people there are happy with their life because they don't have to care for so many things as we do. Those people there have really found the main reason to live, the true meaning of life, and they really enjoy it.


When Yiannis decided to go in Tanzania…(part 3)
Είναι από τις λίγες φορές στην ζωή μου που έχω ζήσει τόσες πολλές και έντονες εμπειρίες σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα. Εάν κάποιος με ρωτούσε αν θα ήθελα να ξαναζήσω το ίδιο ταξίδι ή να πήγαινα σε κάποιο άλλο μέρος, με περισσότερες ανέσεις και ευκολίες, σίγουρα θα επέλεγα την Τανζανία ξανά. Με τις αναποδιές του, τις κακοτυχίες του, αλλά και τις μοναδικές και ανεπανάληπτες εμπειρίες που μου χάρισε, η Τανζανία είναι ένα μέρος που θα μείνει χαραγμένο στην μνήμη μου για πολύ καιρό.
Εδώ μένω σε ένα συγκρότημα κατοικιών για τα στελέχη μιας εταιρίας, που καλύπτει τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Μεγάλα δωμάτια, δωμάτιο καλεσμένων, σαλονοτραπεζαρία, κήπος, ηλεκτρισμός και ίντερνετ σε εικοσιτετράωρη βάση, νερό με συνεχή ροή από την παροχή του δήμου, είναι λίγα από τα χαρακτηριστικά του σπιτιού, που το κάνουν να διαφέρει κατά πολύ από τα εδώ δεδομένα. Μερικές από τις επιπλέον υπηρεσίες που παρέχονται με την ενοικίαση του σπιτιού και την δουλειά σου εδώ, είναι η οικιακή βοηθός, ο κηπουρός, ο φροντιστής του σπιτιού και ο προσωπικός οδηγός.
Οι συνθήκες ζωής σε σχέση με τις δικές μας, είναι άθλιες. Βρομιά, σκουπίδια στους δρόμους και χωμάτινοι ,μες τις λάσπες, δρόμοι, είναι λίγα από αυτά που θα συναντήσει κάποιος εδώ. Όμως, όποιον και να ρωτήσεις, δεν του λείπει κάτι, δεν διασκεδάζει λιγότερο από εμάς, και δεν ζει μια πιο μίζερη ζωή από ότι εμείς. Αυτό μπορείς πολύ εύκολα να το διαπιστώσεις όταν προσπαθήσεις να προσαρμοστείς στον τρόπο ζωή τους και να ζήσεις όπως ζουν.
Δεν είναι ανάγκη να φορέσεις τα ρούχα τους {φόρεμα για τις γυναίκες και ένα κομμάτι ύφασμα τυλιγμένο γύρω από το σώμα για τους άντρες}, ούτε να τρως μόνο το φαγητό τους {σε δίσκο που φέρνει λίγο από φυλακής ή συσσιτίου, λίγο κρέας κοκκινιστό, λίγα φασόλια, λίγα χόρτα και πολύ αλεύρι αναμειγμένο με νερό} για να κατανοήσεις τον τρόπο ζωής τους. Πρέπει να δεις τι κρύβετε από πίσω, την παράδοσή τους, την ιδιοσυγκρασία τους, την παιδεία τους, το επίπεδο της εκπαίδευσης που έχουν λάβει, το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσαν καθώς επίσης τα ήθη και έθιμά τους.
Ζώντας λοιπόν, όσο μπορώ, λίγο από την καθημερινότητά τους και κάνοντας ότι κάνουν διαπίστωσα ότι, ούτε τα σκουπίδια των δρόμων με ενδιέφεραν, ούτε οι λάσπες, ούτε το αν έκανα μπάνιο δύο φορές την βδομάδα, ούτε αν φορούσα τα ίδια ρούχα για μια βδομάδα, ούτε αν θα περπατήσω δύο χιλιόμετρα για να πάω στο κοντινό παζάρι να αγοράσω τρόφιμα και γενικά δεν με ενδιέφερε τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο, από το να επιβιώσω, να κουβεντιάζω όσο μπορώ, να χορεύω και να διασκεδάζω την κάθε στιγμή.
Εδώ λοιπόν, οι ντόπιοι, προσπαθούν να βγάλουν τα καθημερινά έξοδά τους, πουλώντας μικροπράγματα εδώ και εκεί, πουλώντας νερά και κομμάτια ζαχαροκάλαμου στις στάσεις λεωφορείων, μπανάνες και ξηρούς καρπούς σε πλατείες και φανάρια και γενικά, πουλώντας μικροπράγματα όπως κάνουν και στην χώρα μας πολλοί συνάνθρωποί μας. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ενός ξεναγού που μετά από τέσσερις ώρες ξενάγησης σε κάποιο χωριό, μας κάλεσε στο κατάλυμά του για να πιούμε μια μπύρα στην πίσω αυλή. Αφού του δώσαμε δώδεκα ευρώ και μας χιλιοευχαρίστησε, έφυγε. Μετά από δεκαπέντε λεπτά που επέστρεψε, μας είπε πως αγόρασε με τα χρήματα που του δώσαμε, αναψυκτικά για να τα πουλήσει και να βγάλει μεγαλύτερο κέρδος.
Θέλω να τελειώσω εδώ αυτό το κειμενάκι και να σας παραθέσω μερικές εικόνες. Σε λίγες μέρες που θα γυρίσω Ελλάδα, θα γράψω ένα ολοκληρωμένο κείμενο. Μέχρι τότε, καλή ανάσταση και καλά να περάσετε το Πάσχα.
Edit : Δυστυχώς, οι φωτογραφίες δεν θέλουν να ανεβούν ούτε από την Τανζανία, ούτε από τα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα. Ας ελπίσουμε πως θα θέλουν να ανεβούν από την Ελλάδα.


When Yiannis decided to go in Tanzania…(part 2)
B(w)agamoyo = το μέρος που άφησα την καρδιά μου.
bwaga {δυστυχισμένος} / baga {ευτυχισμένος} + moyo {καρδιά}
Είμαι μόλις 4 μέρες εδώ και νομίζω πως αυτή η λέξη περιγράφει πλήρως τα συναισθήματά μου. Το Bagamoyo, είναι ένα χωριό, βόρεια του Dar Es Salaam, με τεράστια ιστορία. Πήρε το όνομά του από το δρόμο των σκλάβων. Εκεί κατέληγαν πάνω από το 80% των σκλάβων που έφευγαν για τις χώρες της νοτίου Αφρικής, της Ασίας και της Ευρώπης. Έτσι, όσοι ήταν τυχεροί και δεν τους αγόραζε κανείς ή τους αγόραζε κάποιος ντόπιος, τότε ήταν baga γιατί έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής. Για όλους τους άλλους, η δυστυχισμένη ζωή τους συνέχιζε εκτός συνόρων.
Ο λόγος λοιπόν, που αυτή η λέξη με περιγράφει, είναι γιατί είμαι δυστυχής, επειδή ξέρω πως πρέπει να φύγω. Εδώ βλέπω πολλά στοιχεία του εαυτού μου στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Οι άνθρωποι είναι τελείως διαφορετικοί από εμάς. Έχουν μια αγνότητα και μια πραότητα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους. Μέχρι στιγμής, έχω γνωρίσει πολλούς και με διαφορετική κοινωνική επιφάνεια. Έχω κάνει βόλτα στο παζάρι της περιοχής και στην ψαραγορά του Bagamoyo. Άνθρωποι φτωχοί, να παλεύουν για την καθημερινότητά τους, προσπαθώντας να πουλήσουν την πραμάτεια τους, να διαπραγματευτούν την τιμή ώστε στο τέλος, και ο αγοραστής αλλά και ο πωλητής να μην έχουν κανένα πρόβλημα (hacuna matata).
Είναι πολλά αυτά που θέλω να σας πω αλλά θα αρκεστώ στο να σας περιγράψω λίγο το περιβάλλον τους και το μικροκλίμα που επικρατεί εδώ. Είναι μια χώρα ευλογημένη, μιας και έχει πάρα πολύ νερό. Είναι μια χώρα με άφθονη βλάστηση ακόμα και στις πόλεις τους. Μπανανιές και δέντρα που κάνουν ανανά, δέντρα με καρύδες και μάνγκο βρίσκονται παντού γύρω σου, τα περισσότερα φορτωμένα με άγουρα φρούτα, δίνουν για ξεχωριστή, εξωτική ομορφιά στην καθημερινότητά σου. Η μέση θερμοκρασία είναι τριάντα έξι βαθμοί κελσίου με πολύ υγρασία. Χωρίς να μπορώ να σας πω ποσοστό της, μπορώ σίγουρα να σας πω πως το βράδυ, όταν πας για ύπνο, σε μπουκώνει.
Με αυτές τις συνθήκες λοιπόν, ο κόσμος ιδρώνει συνέχεια και πολύ, περιέργως όμως δεν μυρίζει ο ιδρώτας κανενός. Το να προσπαθείς να κρύψεις τον ιδρώτα είναι κάτι μάταιο και ουτοπικό. Παρόλα αυτά, ο κόσμος αισθάνεται άνετα και αγγίζει ο ένας τον άλλο. Όλα αρχίζουν με τον απαραίτητο χαιρετισμό και με την χειραψία που θυμίζει τελετουργικό. Φυσικά υπάρχουν και οι απλές εκδοχές οι οποίες και προσπαθώ να μάθω καθώς επίσης και τι πρέπει να απαντήσω σε κάθε χαιρετισμό. Μπορείτε λοιπόν να καταλάβετε πως ο κόσμος έχει όρεξη για επικοινωνία και επαφή.
Αρκετά για σήμερα. Δεν ξέρω που θα βρω ιντερνέτ για να το ανεβάσω στο blog αλλά θα προσπαθήσω να το κάνω πριν γυρίσω Ελλάδα. Καλά να περνάτε και αρχίστε να μιλάτε με τους γύρω σας. Είμαστε όλοι άνθρωποι του ίδιου θεού και αξίζει να ανακαλύψουμε τον θησαυρό που κρύβουν οι γύρω μας, μέσα τους.
Μια στιγμή, δυο ζωές...
Είμαι στο κέντρο της Αθήνας, στα Starbucks στο σταθμό του μετρό Πανεπιστήμιο. Περιμένω τον καθηγητή μου που με επιβλέπει στην διπλωματική μου εργασία για να κουβεντιάσουμε γι' αυτή. Λογικά δεν θα προλάβω να το τελειώσω μέχρι την ώρα που θα έρθει αυτό μου το post, αλλά δεν με πειράζει. Θα το τελειώσω μέχρι να πάω να δω τον φίλο μου Stepa.
Χρησιμοποίησα τον τίτλο ενός γνωστού σίριαλ γι αυτό μου το post όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά γιατί αυτός, είναι ο καλύτερος δυνατός για να το περιγράψει. Δεν έχει σχέση ό,τι θα πω με το σίριαλ απλά αισθανόμουν ακριβώς αυτό την ώρα που το ζούσα. Ας ξεκινήσω λοιπόν προσδιορίζοντας τον χρόνο και τον τόπο που μου συνέβη κάτι που είχε τόσο καιρό να μου συμβεί.
Παρασκευή μεσημέρι, λοιπόν, και εγώ γυρίζω σπίτι με το αμάξι από ένα ακόμα "ταξίδι" στην Αττική. Ξεκίνησα νωρίς το πρωί, με το να τελειώσω κάποιες εκκρεμότητες στην Βούλα και μετά συνέχισα για Παλλήνη, για να τελειώσω με τα εμβόλια. Δεν θα σταθώ ούτε στο τι έγινε εκεί, ούτε σε "παράξενες" στιγμές που μου έτυχαν, αυτή την φορά. Θα αρχίσω την περιγραφή μου από το φανάρι από Καρέα, λίγο πριν την πλατεία της Αργυρούπολης.
Κουρασμένος λοιπόν από την πολύωρη, μες την κίνηση, οδήγηση, περιμένω στο φανάρι για να ανάψει πράσινο. Ως συνήθως, έχω χαζέψει κοιτώντας τον Υμηττό, όταν ξαφνικά, γυρίζοντας το κεφάλι μου μπροστά, κοιτάω μια πεταλούδα να κινείται μπροστά από το παράθυρό μου, χορεύοντας τον δικό της χορό, χωρίς να ακολουθεί συγκεκριμένη πορεία και τροχιά. Είχαν περάσει λίγα μόλις λεπτά από την διαφήμιση στο ραδιόφωνο που λέει πως αν βρίσκεσαι στην κίνηση και απομονώσεις τον ήχο των μηχανών, τον ήχο των κορναρισμάτων, τον ήχο των εξατμίσεων, τις φωνές των επιβατών, τότε ακούς το κελάηδισμα των πουλιών, που αποτελεί και την χαρά της ζωής. Έτσι λοιπόν με συνεπήρε και εμένα αυτή η μικρή πεταλούδα και άρχισα να "ταξιδεύω" νοητικά.
Ήταν όλα μαζί, η πεταλούδα που μόλις είχα δει, το ταξίδι που θα κάνω στην Τανζανία, ένα τραγούδι ενός φίλου για μια πεταλούδα που οι στοίχοι του δεν μου έλεγαν τίποτα, μέχρι εκείνη την στιγμή. Λέει λοιπόν ο "ποιητής" :
"Good morning, butterfly,
enjoy your one day life.
Feel it, live it, you 'll see,
it 'll be all right.
Hello, fellow,
what 's up, are you doing fine?
In this morning I met this butterfly,
starting to live, his one day life.
So I took him with me,
to see how my life works daily,
to show him the colored things
like the fully spring, woh o.
So many minutes to spend,
so many faces to name,
so many moments to laugh and to cry,
but watch out because time really flies.
And now I say to you,
goodnight little butterfly.
Now I say to you,
although I'm feeling blue.
-I'll miss you.
-I'll miss you too..."
Έτσι, όλα έμοιαζαν σαν κομμάτια από παζλ, να ενώνονται με έναν ακανόνιστο, μη προκαθορισμένο τρόπο και να δημιουργούν περίεργες εικόνες στο μυαλό μου. Το κερασάκι στην τούρτα ήρθε το Σάββατο το πρωί, όταν περπατούσα στον βράχο της Ακρόπολης μαζί με κάτι φίλους μου από την Ρουμανία, που είχαν έρθει για μια ημέρα στην Αθήνα, πριν πάνε Κωνσταντινούπολη. Αφού λοιπόν, περιπλανηθήκαμε στο νέο μουσείο της Ακρόπολης και αφού, λίγο μετά την είσοδό μας στον "ιερό βράχο" τους έκανα την ξενάγηση, τους εξήγησα τι θα δουν, τις περιοχές τις Αττικής που θα δουν από εκεί ψηλά καθώς επίσης και ό,τι ιστορικά στοιχεία ήξερα, τους άφησα να περιπλανηθούν και να βγάλουν τις φωτογραφίες τους καθώς εγώ άρχισα να βαδίζω αμέριμνος.
Έτσι λοιπόν, το ακανόνιστο και τυχαίο βάδισμά μου, ήρθε και έδεσε με το πέταγμα εκείνης της πεταλούδας και τον ήχο των πουλιών. Ήταν όλα τόσο ωραία μες το μυαλό μου που έφερα τις εικόνες μπροστά στα μάτια μου. Περπατούσα στον κόσμο μου και ταυτόχρονα και στον κανονικό. Έμοιαζε σαν να ενώθηκαν μόνο για εμένα και μόνο για εκείνη την στιγμή οι δύο κόσμοι, το φανταστικό με το πραγματικό. Αλλά αλήθεια, τι είναι φανταστικό και τι πραγματικό δεν μπορούσα να το απαντήσω εκείνη την στιγμή. Γιατί πολύ απλά, ζούσα σε κάθε στιγμή, δύο ζωές.
Υ.Γ. Τελικά το post το τελείωσα μόλις ήρθα σπίτι, μετά από τον καφέ με τον καθηγητή και μετά τον καφέ με τους Stepa και Fubu.
Πέμπτη και τελευταία προσπάθεια...
Επειδή δεν θέλω να σας κουράζω με τις μαλακίες μου και με την όρεξή μου για γράψιμο, αυτό είναι το τελευταίο κειμενάκι που ανεβάζω στο blog. Ελπίζω να σας άρεσαν αυτά που έγραψα ή να σας προβλημάτισαν. Σίγουρα πάντως, εκτιμώ βαθύτατα τον χρόνο που δαπανήσατε για εμένα και σας ευχαριστώ πολύ. Και τα πέντε κειμενάκια, είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους. Δεν απευθύνονται σε κανέναν και δεν μιλάνε για υπαρκτά γεγονότα παρόλο που σε όλα, υπάρχουν επιρροές από προσωπικά βιώματα.
Αυτές τις μέρες θέλω να γράψω, ότι κρυμμένο καιρό, έχω στο κεφάλι. Σαν επτασφράγιστο μυστικό, καταχωνιάζω κάθε «περίεργη» ∙ για τα δεδομένα σας ∙ σκέψη. Τις κρύβω και τις κλειδώνω καλά. Μετά τις θάβω με χώμα. Μα αυτές οι σκέψεις, βγάζουν ρίζες και υψώνουν, θεριεύουν και ξεπροβάλουν απ’ τη γη. Μα σαν τις κόβω, σαν λερναία ύδρα, πετάει δύο νέους βλαστούς. Όσο παλεύω να τις ξεχάσω, τόσο πληθαίνουν τις αλυσίδες στα πόδια μου.
Σου έχω μιλήσει γι αυτές κάποιο Σαββάτο βράδυ. Ήμασταν πάλι εδώ, στην κουζίνα θυμάμαι. Δάκρυσα μπροστά σου και εσύ βουβός. Φίλε, όταν σπάω, θέλω να είσαι εσύ που θα μαζεύεις τα κομμάτια μου. Θέλω να είσαι παρόν όπως τότε. Δεν σου θυμώνω. Είσαι πάντα εκεί. Ντρέπομαι όμως για εσένα γιατί πας και πέφτεις απ’ τα μπαλκόνια σε ξένες γειτονιές. Θέλω να είμαι εγώ αυτός που θα κρατάει το χαρτομάντιλο στο χέρι. Στο χρωστάω, το ξέρεις.
Ίσως τα βλέπω αλλιώς, έχω πάλι σκεφτεί. Ίσως στους νόμους σας να είμαι τρελός. Ίσως πάλι, να είμαι ο μόνος λογικός στο θέατρο σας. Μπορεί ακόμα και να τα ερμηνεύω λάθος. Μα τότε αλήθεια, τι μπορείτε να κάνετε; Ποιο είναι το γιατρικό σας για να δουλέψει όπως θέλετε το εργαλείο μου; Μήπως το μυαλό είναι αμάξι ή καφετιέρα, να βάζεις δύο βίδες και δέκα καλώδια και να φτιάχνει; Ή μήπως πάλι, να μου φορέσετε το άσπρο φόρεμα με τα μακριά μανίκια και σαν νυφούλα, να με μεθάτε με ψεύτικα όνειρα και να μου μιλάτε για μία άλλη πραγματικότητα;
Πάντα φοβάμαι όταν τα σκέφτομαι αυτά. Τρέμω και μόνο στην ιδέα του περιθωρίου και του κοινωνικού αποκλεισμού. Όλοι θα αλλάξετε συμπεριφορά, θα με θεωρείτε σαν ξένο, σαν μίασμα στο καθημερινό σας μονόπρακτο. Φίλοι, γνωστοί και συγγενείς, θα με επισκέπτονται από υποχρέωση μην φύγω και δεν πρόλαβαν να δουν το αξιοθέατο. Όλοι θα λέτε ναι στα θέλω μου και εγώ θα απαντάω όχι στα πρέπει σας. Αυτό με κάνετε να πιστεύω, αυτό με κάνατε να ακολουθώ. «Κτήνη», με κάνετε να ντρέπομαι και να καταπνίγω την διαφορετικότητά μου. Και εσείς, διαφορετικοί είστε για εμένα.
«Μήπως υπάρχουν και άλλοι σαν και εμένα;» συχνά σκέφτομαι. Μήπως δηλαδή υπάρχουν και άλλοι που υποφέρουν από τον ίδιο τους τον εαυτό ή πάλι, μήπως οι άλλοι αντιμετωπίζουν την κατάσταση διαφορετικά; «Άνθρωπε, είμαι και εγώ εδώ. Δεν είμαστε μόνοι!» φωνάζω με το στόμα κλειστό μπροστά στο μικρόφωνο. Ούτε το θάρρος δεν έχω να υψώσω το ανάστημά μου. Πάντα με το βλέμμα χαμηλά. Πάντα εκεί, να ντύνω με μαύρα την πολύχρωμη νιότη μου.
Γέρασα και δεν μπόρεσα τίποτα να αλλάξω. Η δειλία μου έγινε τρόπος ζωής και το θάρρος, αν υπάρχει στα αλήθεια, εξαίρεση με εξάρσεις ανά δεκαετία. Πέρασε ο καιρός και ποτέ δεν σήκωσα το κεφάλι. Λένε ο ουρανός είναι γαλάζιος και πως το ουράνιο τόξο, πολύχρωμο. Εγώ πάλι τα θυμάμαι γκρίζα, σαν παιδί στο χωριό. Κι αν προσπαθήσω να κάνω κάτι πριν φύγω, είναι να σου πω να μην ακολουθήσεις την ζωή μου. Το παράδειγμά μου, είναι αυτό προς αποφυγή. «Άκουσέ τους μεγάλε, δες τον ουρανό. Αν είναι γαλάζιος, τότε ζήσε με αυτούς. Αν όμως είναι γκρι, φύγε μακριά και μην γυρίσεις πίσω. Θα έρθω να σε βρω σύντομα…»
Για του Αγίου Βαλεντίνου...
Με μία άλλη ματιά...
Είπα να γράψω κάτι για να σ’ αρέσει και σκέφτηκα τα όμορφα, σαν από ζωγραφιά βγαλμένα, καστανά σγουρά μαλλιά σου. Θυμάμαι, μπροστά στον καθρέφτη, να κάθεσαι να τα χτενίζεις. Ακόμα θυμάμαι και εκείνη την ξύλινη βούρτσα, ξεχασμένη δυο χρόνια στο μπάνιο, που την άγγιζες στα μαλλιά σου και της μίλαγες. Ήσουν σαν βγαλμένη από ταινία, με το άσπρο σου μπλουζάκι, να αφήνει διακριτικά τον δεξί σου ώμο να προβάλει καθώς είχες γύρει το κεφάλι στα αριστερά. Τα μαλλιά σου, σαν δίχτυ, κρατούσαν όλο το λαμπερό φως του ήλιου και άφηναν μόνο λίγες ακτίνες να περνούν απ’ τα κενά που άφηνε η βούρτσα. Ήσουν σαν όνειρο την ώρα που ξύπναγα.
Μετά πάλι, θυμήθηκα τα γαλάζια σου μάτια, που σαν χίλιες θάλασσες, με ταξίδευαν σε κάθε γωνιά της ψυχής σου. Θυμάμαι την πρώτη φορά που σε κοίταξα στα μάτια, έκανα μια παύση στα λόγια μου. Γέλασες τότε ∙ κατάλαβες πως χάζευα τα ζωγραφισμένα από παλέτα ζωγράφου μάτια σου. Τα ανοιγόκλεισες απότομα, δυο – τρεις φορές, σαν να μου έκλεινες την πόρτα σε αυτό το θαύμα. Πριν καν σου ζητήσω συγνώμη, είχες ήδη ζωγραφίσει ένα μικρό χαμόγελο. Μετά από τόσο καιρό, πάλι τα ίδια ταξίδια κάνω όποτε τους αφήνομαι.
Σκέφτηκα να γράψω κάτι για να σ’ αρέσει. Ξεκίνησα να γράψω για εμάς. Για όσα ζήσαμε, για όσα κάναμε, γι’ αυτά που τελειώσαμε αλλά και γι’ αυτά που δεν αρχίσαμε ποτέ, για ότι μας πόνεσε, για ότι μας χώρισε, μα πιο πολύ, ξεκίνησα να γράψω για ότι μας ένωσε και ότι μας κράτησε μαζί τόσο καιρό. Ήταν τόσο μαγικό να κάθομαι να ξεθάβω τις στιγμές που περάσαμε, να προσπαθώ να θυμηθώ τι αισθανόμουν τότε και πως δρούσα. Σίγουρα αν με ξαναρωτούσες, θα ξαναέκανα τα ίδια λάθη μαζί σου.
Θυμήθηκα, νύχτα σε κάποια παραλία, να περπατάμε αγκαζέ, με τα παπούτσια περασμένα στα δάχτυλα. Να σου μιλάω ώρες για τα άστρα και εσύ, γερμένο το κεφάλι στο στήθος μου, να μου λες να συνεχίζω. Κλειστά τα μάτια από την ώρα που κάτσαμε στο βράχο, είχες. Πόσο σου άρεσε να με παιδεύεις, πόσο μου άρεσε να σε κοιμίζω με ιστορίες. Και τότε πάλι, να τα βάζω με τα μαλλιά σου και να τα μαλώνω, που σου σκεπάζουν το λαιμό κάτω από το δεξιό σου αφτί και μπερδεύονται με τα σκουλαρίκια σου.
Ακόμα θυμήθηκα, το πρώτο μεσημέρι στις διακοπές μας. Μετά από τόσες ώρες ταξίδι οδικώς, είχα πιο πολύ ανάγκη το νερό απ’ «…το καημένο το λουλουδάκι – δες το μαράθηκε». Κι όμως, την έκφρασή σου εκείνη, δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Ήσουν πιο γλυκιά και πιο όμορφη από κάθε άλλη φορά. Ήταν σαν σου έκανε ξαφνική επίσκεψη το μητρικό σου ένστικτο για φροντίδα. Με ξάφνιασες ακόμα και στην ταβέρνα. Στοίχημα πως σε θυμούνται ακόμα τα αδέσποτα της περιοχής. Τι μέρα και αυτή!
Θυμάμαι, κι όσο συνεχίζω να γράφω θυμάμαι και άλλα. Τόσες ωραίες στιγμές, στο ημερολόγιο του μυαλού μου. Τόση ευτυχία! Ήταν πραγματικά από τις ωραιότερες περιόδους της ζωής μου. Θυμάμαι έλεγα «Υπάρχουν άνθρωποι που πέρασαν από αυτή την ζωή και ούτε που άγγιξαν αυτό που ζήσαμε.» όποτε περιέγραφα την σχέση μας. Όλα αλήθεια ήταν και το ξέρεις. Τώρα, το πιστεύω πιο πολύ από ποτέ. Τώρα ξέρω πως εσύ, ήσουν τα πάντα για εμένα. Τώρα ξέρω πως ότι ζήσαμε ήταν το καλύτερο που θα μπορούσαμε να ζήσουμε και το χειρότερο που θα μπορούσαν να ζήσουν άλλοι.
«Αγάπη μου, είναι ωραία εδώ πάνω. Σε βλέπω πιο καθαρά πλέον. Να ξέρεις πως θα σε προσέχω όσο μπορώ. Θα είμαι δίπλα σου σε κάθε δύσκολη στιγμή. Αλλά αν με αγαπάς, όπως μου έλεγες, θέλω να με αφήσεις πίσω σου και να συνεχίσεις μπροστά. Γιατί καρδιά μου, σε κάθε τέλος, σηματοδοτείται μια καινούργια αρχή και σε αυτή την αρχή δεν έχω θέση πια εγώ.»