Βασανίζομαι...
Δίκοπος...
Διπλή ζωή ή ζωή διπλή, είναι το ερώτημα που έχω στο μυαλό μου τις τελευταίες μέρες. Πώς μπορεί κάποιος να περιγράψει αυτό που βιώνω, την καθημερινότητά μου;
Ζω δύο διαφορετικές ζωές, έστω την Α και την Β. Η πρώτη είναι αυτή που ξέρουν όσοι με ξέρουν καλά, τις ώρες που περνάμε, τις στιγμές που ζω μαζί τους, τις εντάσεις μας, τις χαρές μας, τις Κυριακές στο χωριό. Είναι εκείνη η ζωή που μου θυμίζει πως είμαι μέρος του συστήματος, γρανάζι στην καλοκουρδισμένη μηχανή του, βολεμένος στην δερμάτινη παχιά καρέκλα, στο ξύλινο, με μεταλλικές λεπτομέρειες, γραφείο μου.
Είναι εκείνη η ζωή που με έβαλαν από μικρό να ονειρευτώ, να αγωνιστώ να αποκτήσω, με τις σπουδές μου και τα πτυχία, κορνιζωμένα στον τοίχο πίσω μου, σαν σε κάτι κολάζ που κάνει η κόρη μου με κομμάτια εφημερίδων, που μετά την παρουσίασή τους στην τάξη της, οδεύουν προς τον κάδο ανακύκλωσης. Ό,τι με έβαλαν να αγοράσω και να καταναλώσω, τα αμέτρητα ‘‘έξυπνα αντικείμενα’’ (gadgets) που ποτέ δεν έμαθα τη χρηστικότητά τους, η αλλαγή του αυτοκινήτου μου κάθε δύο χρόνια, για να ‘‘μπαίνω’’ στο μάτι του γείτονα, η κατανάλωση ουίσκι, μόνο δώδεκα ετών και άνω…
Μα η άλλη μου ζωή, η δεύτερη, είναι αυτή που κάνω στα κρυφά, κάτω απ’ το πάπλωμά μου, με παρέες που δεν με ζουν καθημερινά, με τους διαδικτυακούς μου φίλους σε μυστικές σελίδες και ηλεκτρονικά ημερολόγια. Σ’ αυτή μου την ζωή, είμαι πυρσός της επανάστασης, της αλλαγής και της ανανέωσης. Είμαι αυτός που δεν ακολουθεί, που σκέφτεται ρηξικέλευθες ιδέες. Είμαι η πέτρα που πέφτει στην ηρεμία της λίμνης και δημιουργεί τον κυματισμό που έπεται.
Εδώ, τα λευκά και τα μαύρα τα φοράω συνειδητά, το κόκκινο στους τοίχους δεν αποτελεί νέα λέξη της μόδας αλλά επιλογή. Σ’ αυτή μου τη ζωή, η γραμμή που χωρίζει το νόμιμο απ’ το παράνομο, μετατοπίζεται ανάλογα με τις ισχύουσες συνθήκες. Εδώ, νοιώθω ελεύθερος, μακριά από τους περιορισμούς που μου θέτουν. Νοιώθω να ταξιδεύω σε μέρη που δεν μπορείς να φανταστείς, να γυρίζω μες στου μυαλού μου τους προορισμούς, χωρίς φραγμούς, εμπόδια και ηθικές δικλίδες.
Σ’ αυτή μου την ζωή, κάνω όλα εκείνα που προσπαθούσαν μεθοδευμένα να μου απαγορεύσουν, όλα όσα περιθωριοποιούσαν και κατέκριναν, εκείνα που δεν θα έπρεπε να αποτελούν κομμάτι της ‘‘ευσυνείδητης’’ ζωής μου, αυτά που προσπαθούν να εξορκίσουν με σταυρούς, θαύματα και αγιασμούς. Εδώ αγαπάω τους φόβους μου κι ερωτεύομαι τις ενοχές μου, φέρνω στη ζωή όλες τις θαμμένες πονηρές και πρόστυχες σκέψεις και φροντίζω επιμελώς να τις ταΐζω από τις εκρήξεις αδρεναλίνης και θυμού.
Μέρες τώρα είναι που κατατρέχει το μυαλό μου αυτό το ερώτημα, τι πραγματικά κάνω, ζω σε δύο διαστάσεις μπερδεύοντας το παρόν με το μέλλον, ώστε να παίρνω όσο περισσότερο μπορώ και από τα δύο, ή κάθομαι και υποκρίνομαι στον εαυτό μου, έναν ψεύτικο εαυτό; Τι πράγματι είναι αλήθεια και ποια από τις δύο εκφάνσεις της ζωής μου είναι αυτή που με γεμίζει πραγματικά; Ή μήπως η μια συμπληρώνει την άλλη ώστε στο τέλος να μπορώ να πω ότι τα έζησα όλα ή μήπως δρω έτσι από αντίδραση για το ‘‘εγώ’’ μου που ποτέ μου δεν ανακάλυψα;
Θέλω πολύ να μάθω, τι αλήθεια συμβαίνει μ’ εμένα και τον τρόπο που ζω, ή τελικά και αυτό μου το δίλημμα, είναι αποτέλεσμα της ζωής μου και κόλπο του συστήματος, ώστε να με επαναφέρει στις τάξεις του;
Ο κυρ Νίκος, ο ψαράς...
Κοιτάει πάλι στον καθρέφτη. Γι’ ακόμα μια φορά βλέπει το παρελθόν να ξεμακραίνει και το μέλλον φαντάζει σαν σήμερα όσο ποτέ άλλοτε. Βλέπει στον καθρέφτη τον δεκαοχτάρη που, χωρίς ενδοιασμούς, φραγμούς και όρια, ζει τη ζωή του δίχως αύριο. Ζει το κάθε παρόν σαν να είναι το τελευταίο του σήμερα. Είναι μοναδικό συναίσθημα κάθε μέρα, όταν κοιτάς εκεί, να ρωτάς τον εαυτό σου «Τι βλέπεις;» και να περιμένεις απάντηση. Να βλέπεις μέσα σε ένα κομμάτι γυαλί, τα πριν, τα μετά, τα έτσι, τους λόγους, τις αιτίες, τα αλλιώς, τα επειδή, αλλά απάντηση να μην παίρνεις.
Χαμογελάει ∙ είναι μια κίνηση του προσώπου που του θυμίζει πως είναι ακόμα ζωντανός. Είναι αυτή η κίνηση, που φέρνει στο μυαλό τις πιο πρόσφατες χαρούμενες στιγμές, που κινεί όλους τους μύες, που στέλνει διαφορετικές ηλεκτρικές ενοχλήσεις σε όλα τα κύτταρα. Είναι αυτή η πράξη που τον ξαναφέρνει πίσω στα εφηβικά του χρόνια, στην ηλικία που αισθάνεται.
Ο κυρ Νίκος δεν είναι ο συνηθισμένος παππούς. Ξεφεύγει απ’ τα καθιερωμένα και τα τετριμμένα, γι’ αυτόν το λόγο, δίνει πάντα αφορμή για πειράγματα στα καφενεία του νησιού. «Για πού το ‘βαλες πάλι μπάρμπα - Νίκο; Που ετοιμάζεσαι να πας αυτή τη φορά;» του έλεγαν κάθε φορά που τον συναντούσαν να περνά, οι γέροι στα καφενεία. Αυτός όμως δεν άκουγε τις ερινύες και βάδιζε πάντα το δρόμο του. Κοσμογυρισμένος, με τις δικές του φουρτούνες και θάλασσες. Τώρα είχε δέσει το δικό του κάβο πια και περίμενε ο καιρός να ξεσύρει την άγκυρα που του είχε ξεμείνει. Την άλλη την είχε χάσει πριν λίγα χρόνια, όταν έφυγε η γυναίκα του απ’ το «κακό».
Καλός άνθρωπος, φιλότιμος και νοικοκύρης, ο κυρ Νίκος, είχε χρόνια στην θάλασσα. Στην αρχή, απ’ τα γεννοφάσκια του κιόλας, ανέβαινε στο καΐκι του πατέρα του. Ξύλινο, μικρό, είχε ρίξει πλύσιμο στην κουβέρτα του… Μετά μπάρκαρε σε φορτηγό. Είχε τελειώσει τότε με το σχολειό και τα γράμματα. Στα δεκάξι του κιόλας, τα είχε παρατήσει όλα και πήγε τζόβενο στην ‘‘Αθηνά’’, ένα παλιό καρβουνιάρικο. Από τότε έχει το σημάδι στον δεξί του ώμο. Αυτό συμβαίνει πάντα με τους ναυτικούς ∙ η θάλασσα τους αφήνει το σημάδι της ‘‘αγάπης’’ της, χαραγμένο όχι μόνο στην ψυχή, αλλά και στο σώμα τους. Ήταν στο Νταρ της Αφρικής, όταν έσπασε το βίντσι και του ‘‘έγλυψε’’ την πλάτη. Σαν από θαύμα σώθηκε τότε.
Τρεις μεγάλες αγάπες είχε ∙ την κυρά του, που πιο ιερό δεν είχε, τους δυο του γιούς και το ψάρεμα. Ό,τι και να πει κανείς για να περιγράψει την αγάπη τούτου του ανθρώπου για τη γυναίκα του είναι πολύ λίγο. Κάθε πρωί και κάθε βράδυ, στην προσευχή του, παρακαλούσε το θεό του, να έχει καλά τη γυναίκα του και μετά εκείνον, τη γυναίκα του και τα παιδιά του.
Ήταν έτοιμος να φύγει. Είχε πάρει το βαλιτσάκι του, τις πετονιές του, τα πεταχτάρια, το δόλωμα και τη σπαστή καρέκλα και αφού πέρασε και από τον καθρέφτη, ήταν έτοιμος να αναχωρήσει. Αριστοκράτης σε κάτι τέτοια, να προσέξει κάθε λεπτομέρεια πριν βγει απ’ το σπίτι, τα ρούχα, τα μαλλιά, όλα. Μερακλής άνθρωπος, είχε ακόμα εκείνη τη βέσπα που ούτε κι εκείνος θυμάται από πότε, μα φάνταζε σαν καινούργια. Τι καινούργια, ντρεπόσουν να την ακουμπήσεις. Σε διπλή σακούλα τα ψαρικά, ανάμεσα στα πόδια και επόμενη στάση το αγνάντι.
Καθόταν ώρες στα βράχια, με το ραδιοφωνάκι του, την πίπα του και εκεί, να δολώνει και να μαζεύει. Τι ηρεμία αυτός ο άνθρωπος. Σου έβγαζε μια απίστευτη γαλήνη, πόσο μάλλον όταν ψάρευε. «Το ψάρι θέλει υπομονή, και όταν το ψαρεύεις, και όταν το ψήνεις, και όταν το τρως» έλεγε στον γιο του, όταν τον έπαιρνε μαζί του σαν ήταν παιδί. Μα αυτός, διάολος σκέτος, να σκαρφαλώνει σαν τον ταρζάν στα βράχια, στις πιο απόκρημνες γωνιές τους, να βουτάει από ψηλά και να νευριάζει τον πατέρα του, διώχνοντας τα ψάρια. Ό,τι κι αν του έκανε, ο κυρ Νίκος δεν είχε σηκώσει ποτέ χέρι πάνω του.
Νύχτωσε και χαμπάρι δεν πήρε πάλι. Πως περνάει έτσι αυτή η ώρα όταν κάνεις πράγματα που σ’ ευχαριστούν, ενώ μοιάζει αιώνας το κάθε λεπτό, όταν κάνεις κάτι που σε δυσαρεστεί. Για τον κυρ Νίκο πάντως, ό,τι κι αν έκανε, ο χρόνος ποτέ δεν του έφτανε. Με ό,τι καταπιάνονταν, το έκανε με αφοσίωση και περίσσιο μεράκι που όσες ώρες κι αν αφιέρωνε, του ήταν πάντα λίγες. Τι κι αν είχε πιάσει κοντά στα τρία κιλά ψάρια, δυο ροφουδάκια, μια σάλπα και ένα σκαθάρι, νόμιζε πως ακόμα δεν είχε περάσει δεκάλεπτο απ’ τη πρώτη δολωσιά. Κάθε τι μικρό που έπιανε, το ξανάριχνε στην θάλασσα. Το είχε μάθει απ’ τα ταξίδια του, κάπου στην Αφρική, πως για να γίνει μεγάλο ένα ψάρι, πρέπει να έχει μικρότερα για να φάει ή να μείνει στην θάλασσα όσο είναι μικρό. Έτσι κάνουν εκεί. Ό,τι είναι πιο μικρό απ’ το μπράτσο τους, το ξαναρίχνουν στην θάλασσα.
Είχε ψαρέψει σ’ όλο τον κόσμο, σε κάθε χώρα που είχε επισκεφτεί, σε κάθε λιμάνι, σε κάθε ράδα. Είχε δει κάθε λογής ψάρι, μέγεθος και χρώμα. Ήξερε πια, όλα τα κόλπα για να πιάνει κάθε λογής ψάρι και μαλάκιο, γιατί ρωτούσε όπου κι αν βρισκόταν τους ντόπιους, για τις διάφορες τεχνικές τους, για τα δολώματα που χρησιμοποιούσαν και γι’ άλλες τόσες λεπτομέρειες. Με θαυμαστή προσήλωση, καθόταν και τα σημείωνε σ’ ένα τετράδιο και μετά, με σχολαστικότητα, τα καθαρόγραφε στο ‘‘καλό’’ του το τετράδιο ∙ τι σχολικό κατάλοιπο και αυτό. Αν και δεν σκάμπαζε από γράμματα, ήταν φιλότιμος μαθητής και προσπαθούσε.
Μάζεψε λοιπόν τα πράγματά του, έβαλε και τα ψάρια σε μια σακούλα με λίγα παγάκια και γραμμή για να πάρει το γιο του απ’ το φροντιστήριο. Μαθητής τρίτης λυκείου, ακολουθώντας στα χνάρια του πατέρα του, ούτε κι εκείνος σκάμπαζε πολλά. Τουλάχιστον έτσι δήλωναν οι καθηγητές του ∙ τι άνθρωποι κι αυτοί. Καλό παιδί, πρόθυμο και εργατικό, έπιαναν τα χέρια του. Δούλευε με έναν μάστορα τα σαββατοκύριακα, φίλο του πατέρα του, για να του δείχνει τη δουλειά. Μικρός, σαν γεννήθηκε, οι γιατροί είπαν πως έπασχε από υδροκεφαλισμό και πως θα ήταν λίγο πιο ‘‘αργός’’ από τους συνομηλίκους του. Πολλές φορές, αυτό ήταν αιτία για πειράγματα, όπως κι αυτό το απόγευμα.
«Γιώργη, γιατί ρε φίλε δεν λύνεις καμιά άσκηση στα μαθηματικά;» «Γιατί ακόμα δεν έμαθε την πρόσθεση…», χαζογελούσαν οι συμμαθητές του την ώρα που ερχόταν ο πατέρας του. «Γιώργη!!», του φωνάζει, κι αυτός αρπάζει τη σάκα του και πηδάει στον κεραυνό. Έτσι την έλεγε τη βέσπα του πατέρα του χαϊδευτικά.
Είχαν τραβήξει πολλά, και αυτός και η γυναίκα του, για τον Γιώργη τους. Τι εξετάσεις, τι ταξίδια σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη για επισκέψεις σε γιατρούς, αλλά καμιά βελτίωση. Αυτοί δεν είχαν πρόβλημα, μιας και ο ‘‘πασάς’’ τους ήταν το καλύτερο δώρο που τους χάρισε η ζωή. Ήταν το αγγελούδι τους. Για εκείνον ό,τι κάνανε και για τον αδερφό του, για να μην έχουν πρόβλημα όταν εκείνοι θα φύγουν. Για να μπορεί να σταθεί στα πόδια του και να μην τον κοροϊδεύει κανείς τότε.
Ο κυρ Νίκος ήταν πολύ κουρασμένος. Έκατσε στο μπαλκόνι να αγναντέψει τη θάλασσα, να πιει το ουζάκι του και να φάει το μεζεδάκι του. Έβαλε στον γιο του να φάει το υπόλοιπο και του πρόσφερε ψωμί. Για ούζο, ούτε κουβέντα. Του απαγόρευε το αλκοόλ μπροστά του. Κάτσανε και οι δύο στο τραπέζι, ο ένας προς τα μέσα και ο άλλος προς τα έξω. Γι’ ακόμα ένα βράδυ δεν ανταλλάξανε πολλές κουβέντες. Ο Γιώργης εδώ και λίγο καιρό, ρωτούσε για τη μητέρα του, και ο κυρ Νίκος, δεν έβγαζε λέξη. Όποτε την έφερνε στον νου του, βούρκωνε, πιάνονταν η ανάσα του και αισθανόταν πως θα λυγίσει. Για να μιλήσει γι’ αυτήν, ούτε λόγος. Γι’ αυτό ο Γιώργης του κρατούσε μούτρα. Ήθελε να μάθει αν τον αγαπούσε, πως τον φώναζε και να του τραγουδήσει ένα νανούρισμα που θυμόταν μόνο το ρυθμό του.
Αφού τελείωσε ο μικρός το φαγητό, έφυγε με μια ξερή καληνύχτα και άφησε τον πατέρα του να χαζεύει τα άστρα. Γυρνούσε το βλέμμα του πότε στον Ωρίωνα, πότε στην Πούλια, πότε στην Κασσιόπη και τη μικρή Άρκτο. Μάλλον την είχε αρπάξει, γιατί είχε έναν πόνο στο στήθος απ’ την ώρα που γύρισε απ’ το ψάρεμα. Ξανανάβει το τσιμπούκι του και γυρίζει πάλι προς τον ουρανό. Κάπου σαν να θόλωσε το βλέμμα του και τ’ αστέρια άρχισαν να παίζουν το δικό τους παιχνίδι.
Άρχισαν να κρύβονται και να τρέχουν, να πηγαίνουν εδώ κι εκεί, και όλα μαζί να περιστρέφονται γύρω από ένα ίνδαλμα, εκείνο της κυράς του. Ήταν πανέμορφη, σ’ ένα αέρινο πορτοκαλί φόρεμα και τ’ άστρα, ήταν τα στρασάκια του. Σφίγγει τα δόντια και σηκώνεται απ’ την καρέκλα. Πάει δίπλα απ’ το κρεβάτι του μισοκοιμισμένου του γιού και του λέει : «Η μητέρα σου σ’ αγαπούσε, σ’ αγαπούσε πολύ, πιο πολύ και από εμένα. Εσένα και τον αδερφό σου σας είχε στην ίδια θέση με τον Άγιο Νικόλα. Ήταν αρχοντογυναίκα, ψηλή και νταρντάνα, η ωραιότερη του νησιού. Όταν περνούσε απ’ το λιμάνι, τα καστανά μαλλιά της ανέμιζαν και χάζευαν τους περαστικούς στους καφενέδες. Σε φώναζε ‘‘το αγγελούδι μου’’ και σ’ αγαπούσε με τέτοια αγάπη, όπως δεν έχει αγαπήσει ποτέ άλλη μάνα το γιο της. Και εγώ την αγαπούσα, κι εσένα σ’ αγαπώ, να το θυμάσαι αυτό. Θέλω να ξέρεις πως ό,τι κι αν συμβεί, εσύ είσαι ό,τι καλύτερο έχουν να δείξουν οι άνθρωποι στο θεό, γιατί είσαι γιος δικός μου και της μάνας σου. Να μην φοβηθείς ποτέ, κανέναν και τίποτα και ό,τι κι αν σου συμβεί, να σφίγγεις τα δόντια, να σηκώνεις το κεφάλι προς τον ουρανό, να βάζεις μπροστά τα δυο σου χέρια και να σηκώνεσαι. Να αγαπάς τον αδερφό σου και να μην χωρίσετε ποτέ. Να ξέρεις γιε μου, σ’ αγαπώ πιο πάνω κι απ’ τη ζωή μου. Αντίο…», πήρε μια βαθιά ανάσα και έφυγε…


Αντιφάσεις
Δεν ξέρω γιατί, αλλά αισθάνομαι πως πρέπει να γράψω. Νιώθω σαν να χρωστάω σε κάποιον ή να το οφείλω στον ίδιο μου τον εαυτό. Το μεγάλο θέμα μου όμως είναι ότι δεν ξέρω ούτε τι πρέπει να γράψω, μα ούτε και για ποιόν. Ν’ αρχίσω να μιλάω πάλι για μένα, καταντάει μονότονο, βαρετό, κουραστικό και εν τέλει εγωκεντρικό. Όχι δηλαδή ότι απέχει πολύ από την πραγματικότητα μιας κι ένα αίσθημα υπεροψίας το έχω.
Δεν ξέρω αν είναι σαν εμένα και οι υπόλοιποι, να αισθάνονται δηλαδή ότι έχουν ζήσει τόσα πολλά για την ηλικία τους. Νομίζω πως κάθε μέρα της ζωής μου είναι τόσο συγκλονιστική και μοναδική που κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να ζήσει αυτά που εγώ έχω ζήσει. Αν κάτσεις όμως και το καλοσκεφτείς, θα παρατηρήσεις ότι κάθε άνθρωπος που έτυχε να γεννηθεί την ίδια ημέρα και ώρα με εμένα, έχει ζήσει ακριβώς τον ίδιο αριθμό ημερών με εμένα. Αν θεωρήσεις ότι κατά μέσο όρο, κοιμόμαστε το ένα τρίτο της ζωής μας, τότε έχουμε σίγουρα ζήσει ίδιο πλήθος ωρών. Αυτό σημαίνει πως δεν θα μπορούσα να ζήσω κάτι παραπάνω ή κάτι λιγότερο από αυτόν, από εσένα, από τον οποιονδήποτε.
Επιπλέον, δεδομένου ότι έχουμε ελεύθερη βούληση και την δυνατότητα να τις πραγματοποιούμε, ό,τι έχω καταφέρει, έχει καταφέρει και αυτός, ό,τι έχω επιλέξει να κάνω, έχει επιλέξει, και τέλος, ό,τι έχω αποφασίσει, έχει αποφασίσει. Σίγουρα δεν ζούμε δυο ζωές παράλληλες, τα ‘‘θέλω’’ και τα ‘‘πρέπει’’ μας διαφέρουν κατά πολύ, μα έχουμε πάρει τον ίδιο αριθμό αποφάσεων.
Για να μην γίνομαι κουραστικός, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κάποιοι, ενώ ζουν την κάθε μέρα τους, με τα προβλήματά τους, τις στιγμές χαράς και ευτυχίας αλλά και τις στιγμές πόνου, θεωρούν ότι ζουν κάτι λιγότερο ή περισσότερο από άλλους. Ότι δηλαδή κάποιες στιγμές έχουν μεγαλύτερο ειδικό βάρος από άλλες ή ότι τα προβλήματα μπορούν να συγκριθούν.
Ο καθένας μας ζει ό,τι αντέχει, κάνει ό,τι μπορεί, ονειρεύεται αυτό που επιθυμεί και προσπαθεί όσο του το επιτρέπουν οι συνθήκες. Έτσι, λοιπόν, εφόσον όλοι μας φτάνουμε στα όρια μας, εφόσον όλοι μας μοχθούμε όσο έχουμε ακόμα δύναμη εσωτερική και σωματική, είμαστε όλοι ίδιοι. Τι κι αν τα όριά μας είναι διαφορετικά; Τι κι αν διαφέρει η σωματική μας δύναμη ή η δύναμη των ‘‘θέλω’’ μας; Το πείσμα μας, μας κάνει να υπερβαίνουμε τον εαυτό μας και να κάνουμε υπεράνθρωπα πράγματα.
Έτσι, όλοι μας είμαστε ίδιοι, ίσοι απέναντι στον άλλο. Όλοι είμαστε ένα. Όλοι, ανεξαρτήτως χρώματος, εθνικότητας, ηλικίας, οικονομικής κατάστασης, καταγωγής, δεν διαφέρουμε από τους άλλους. Τότε γιατί υπάρχουν αυτές οι αντιθέσεις; Γιατί υπάρχει αυτή η εκμετάλλευση; Γιατί υπάρχει αυτός ο πόνος και η μιζέρια; Είναι ερωτήσεις που δεν κατάφερα ποτέ να απαντήσω και πλέον έχω πάψει ν’ αναρωτιέμαι, να ψάχνομαι και να ψάχνω να βρω απαντήσεις που να δικαιολογούν επαρκώς τέτοια φαινόμενα. Έχω πάψει πλέον να ελπίζω σε κάτι καλύτερο.
Τι τραγικό, στα είκοσι έξι μου να έχω χάσει την ελπίδα. Τι ειρωνεία, ένας νέος άνθρωπος, που θα έπρεπε να είναι γεμάτος όνειρα, ψυχική δύναμη για να κάνει την ανατροπή, γεμάτος ελπίδα και πάθος για το αύριο κυνηγώντας το όνειρό του, να πιστεύει μόνο στο σήμερα, να συμβιβάζεται με την υπάρχουσα κατάσταση και να έχει την δύναμη μόνο να σηκωθεί γι’ ακόμα μια μέρα από το κρεβάτι. Αλήθεια, δεν πιστεύω πως είμαι ο μόνος, ούτε και πως θα μείνω έτσι για πάντα.
Αλήθεια, τι μπορεί να γίνει αν όλοι όσοι αισθανόμαστε το ίδιο (και δεν είμαστε αμελητέα ποσότητα) ξεσηκωθούμε ξαφνικά, σαν πυροτέχνημα, αναζητώντας την ελπίδα για το αύριο ή ακόμα χειρότερα, απαιτώντας τα χαμένα μας «χθες»; Τι μπορεί να γίνει τότε, που όλοι εμείς που δεν έχουμε ούτε να χάσουμε κάτι μα ούτε και να κερδίσουμε, υψώσουμε το ανάστημά μας; Ποιες θα είναι οι κοινωνικές επιπτώσεις αν όλοι όσοι δεν φοβόμαστε να χάσουμε κάτι απ’ αυτά που έχουμε ή να κερδίσουμε κάτι απ’ αυτά που δικαιούμαστε, τα διεκδικήσουμε; Ρωτάω όλα αυτά γιατί θυμάμαι μια φράση που άκουσα κάποτε, ότι δηλαδή «το χειρότερο θηρίο, είναι ο άνθρωπος χωρίς ενδοιασμούς, αυτός που δεν ελπίζει σε κάτι καλύτερο ή χειρότερο, αυτός που δεν έχει ούτε να χάσει, ούτε να κερδίσει κάτι, αυτός που δεν φοβάται, ο αδίστακτος». Γιατί, όπως είπε και ο Καζαντζάκης, «Δεν φοβάμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι ελεύθερος.».
Και κάπως έτσι ξεκινούν οι επαναστάσεις, από ανθρώπους μικρούς, από ανθρώπους ανήμπορους και ξεγραμμένους, με μόνο όπλο, τη δύναμη της ψυχής . Όλη η ενέργεια τους, ενώνεται σαν μια τεράστια πύρινη μπάλα και καταπνίγει στις φλόγες της ό,τι τολμήσει να μπει στο δρόμο της.
Τώρα θα πει κανείς, πως από αλλού ξεκίνησα και αλλού έχω φτάσει. Κι όμως, όλα έχουν το λόγο τους, το λόγο που δημιουργήθηκαν και υπάρχουν. Μπορεί άμεσα να μην μπορούμε να τον καταλάβουμε, αλλά σίγουρα θα φανεί κάποια στιγμή. Έτσι λοιπόν, θεωρώ πως πλέον είμαι σε μια περίοδο της ζωής μου, που είμαι ελεύθερος, ξεκομμένος από εμπάθειες, αντιπάθειες και προκαταλήψεις, ολοκληρωμένος από ό,τι έχω ήδη ζήσει και έχω καταφέρει, δίχως το αίσθημα μετάνοιας, χωρίς να χρωστάω συγγνώμη σε κάποιον άλλο πέρα του εαυτού μου. Μια συγγνώμη που ποτέ δεν θα πω, μια συγγνώμη που ποτέ δεν θα δεχτώ, μια συγγνώμη που ποτέ δεν θα ζητήσω, μια συγγνώμη που θα απαιτήσω.
Υ.Γ. Έρχεται ιστοριούλα, σαν το προηγούμενο…
Χωρίς φρένα
Ήταν σούρουπο, κοντά στην ακτή. Μόλις είχε ανοίξει τα μάτια του απ’ τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Η γεύση της θάλασσας ακόμα στέγνωνε τα χείλη του. Τα ροζιασμένα, απ’ τη δουλειά, χέρια του τράβηξαν απ’ το μέτωπό του τα καστανά μαλλιά του. Και τι δεν είχαν τραβήξει αυτά τα χέρια ∙ χιλιόμετρα δρόμων. Έκατσε λίγο και χάζεψε τη θάλασσα ∙ την απέραντη καταγάλανη θάλασσα, που τώρα άρχιζε να παίρνει ό,τι λογής χρώμα ήθελε ο μεγάλος ζωγράφος.
Μετά ξυπνάει τους άλλους. Ήταν η σειρά τους να του φτιάξουν καφέ. Κάθε μέρα και άλλος, έτσι είχαν συμφωνήσει. Πιάνει να φτιάξει λοιπόν αυτή. Ήταν η πριγκίπισσά του, άσχετα αν δεν της το είχε πει ποτέ. Πάνε τέσσερα χρόνια από τότε που θέλει να της μιλήσει, αλλά αυτός ο κόμπος στο λαιμό, σαν γόρδιος δεσμός, πλέκει τις φωνητικές του χορδές. Όποτε προσπάθησε ο Αλέξανδρος να βγάλει το σπαθί του για να τον κόψει, πάντα του έπεφτε απ’ τα χέρια και έχανε την λαλιά του. Τι βάσανο κι αυτό, να αγαπάς πάντα μόνος.
Είναι πολλά που τον έκαναν στην αρχή να ντρέπεται και να δειλιάζει, μα τώρα, μετά από τόσα χρόνια, μόνο το θάρρος του ξέμεινε στα υπόγεια, κι αυτό, γιατί ακόμα δεν κατέβηκε να το τραβήξει.
«Αλέξανδρε, Αλέξανδρε, πού ταξιδεύεις πάλι ρε συ…» με απορία και χαμόγελο τον ρωτάει ο επιστήθιος φίλος του. «Είναι πάλι αυτή που με ταξιδεύει…» του απαντάει καθώς τραβάει τα μάτια του από πάνω της. Τόση ώρα προσπαθούσε να βρει σε ποιο ρυθμό κουνιόταν το κορμί της, ποιοί στίχοι θα μπορούσαν να περιγράψουν την ομορφιά της και ποιό λουλούδι θα μπορούσε να συγκριθεί με το άρωμά της, όταν σκυφτά, του λέει την πρωινή καλημέρα.
Είχε έρθει η ώρα για να φύγουνε. Με την βοήθεια των άλλων, ανέβηκε πάνω όπου είχε αφήσει το αμάξι του. «Αχ αυτή η άμμος, πολύ κουραστική και στην κατάβαση και στην ανάβαση.» είπε. Μόλις όμως ήρθε και έκατσε δίπλα του η Αλεξάνδρα, τα ξέχασε όλα, και την ταλαιπωρία, και την κούραση. Όλα! Έβαλε μπροστά και φύγανε.
Α, ναι, τι σύμπτωση, είδες είναι συνονόματος με την αγαπημένη του, ξέχασα να το αναφέρω προηγουμένως. Ποιος είμαι εγώ; Αυτό θα το μάθετε αργότερα.
Μετά από ώρες οδήγησης, έφτασαν σπίτι της. Με μια καληνύχτα και ένα ευχαριστώ, την αποχαιρέτησε ξανά, μ’ αυτή, γυρνάει και τον φυλάει ξανά στο μάγουλο, όπως και κάθε άλλο βράδυ. Όμως αυτή την φορά, βαριαναστέναξε, σαν να ήθελε να του πει «ως πότε», και γύρισε και έφυγε.
Γι’ ακόμα ένα βράδυ, θα φύγει χωρίς να πει κουβέντα. Γι’ ακόμα ένα βράδυ, θα γυρίσει μόνος στο σπίτι. Μετά από τόση ταλαιπωρία και κούραση, έπεσε σαν ξερός να κοιμηθεί. Τα πόδια, ξύλινα, τα σέρνει πάνω στο κρεβάτι. Τι θλίψη κι αυτή… Μα το έχει πια συνηθίσει. Έπρεπε γρήγορα να αποκοιμηθεί γιατί αύριο πάλι δεν θα σηκωνόταν με τίποτα για τη δουλειά. Στο μυαλό του όμως αυτή, όπως και κάθε άλλο βράδυ… Φτιάχνει σενάρια, ιστορίες και λόγους, καθώς δεν μπόρεσε ποτέ να τα κάνει. Μα κοίτα πως είχε πάντα στα όνειρά του, όλα ήταν τόσο εύκολα και απλά. Εκεί, όλα τα έκανε σωστά και τιμούσε την φήμη του συνώνυμου ήρωα.
Ακόμα μια μέρα ξημερώνει και αυτός, όπως πάντα, σχολαστικός στο ντύσιμο, στο ξύρισμα και το παρφουμάρισμα. Κάθεται πάντα μετά, για λίγα λεπτά και προσεύχεται στο θεό του, να μην τύχει σε κανέναν άλλο το κακό που του έτυχε ∙ λες και οι άλλοι δεν έχουν τα δικά τους προβλήματα και τις δικές τους ατυχίες.
Η δουλειά του ζηλευτή και παράλληλα πασίγνωστη. Όλος ο κόσμος την βλέπει και την ακούει, μα κανείς δεν μπορεί να καταλάβει, ούτε πόσος χρόνος, ούτε πόσος πνευματικός κόπος απαιτείται. Είναι όμως αξιοθαύμαστος γιατί καταφέρνει να κάνει το χόμπι του εργασία και τη δημιουργικότητά του, πηγή βιοπορισμού του. Σήμερα όμως δεν θα δημιουργήσει. Σήμερα θα παρακολουθήσει την δουλειά ενός συναδέλφου του και θα του πει την γνώμη του. Ίσως μάλιστα, όπως συνηθίζει, να του ετοιμάσει κάποιο κομμάτι σαν πρόταση για ό,τι λάθος βρει.
Λες, μιάμιση ώρα ταινία, πόση δουλειά να θέλει και τι δημιουργικό να κάνεις, αφού, πέρα από τα τραγούδια των τίτλων έναρξης και λήξης, όλα τα άλλα είναι ίδια. Εδώ όμως ο Αλέξανδρος έχει να καταθέσει πολλά, για τα δέκα χρόνια δουλειάς του πάνω στο αντικείμενο. Είναι μόλις είκοσι επτά και όμως, είναι στους τρείς καλύτερους της Ευρώπης. Αν τον ρωτήσεις όμως, δεν θα πει πολλά. Του αρέσει να μιλάει μέσα από τα έργα του. Άλλωστε, δεν είναι τυχαία τα τόσα βραβεία που έχει, σε κάτι χαρτόκουτες στο υπόγειο του σπιτιού του. Γι’ αυτόν, τα καλύτερα και πολυτιμότερα βραβεία που του έχουν δώσει, είναι τα σχόλια, οι αγκαλιές των φίλων και τα ίδια τα κομμάτια.
Μόνος λοιπόν στο γραφείο του - ο θεός να το κάνει γραφείο - παρατηρεί με περίσσια προσήλωση την ταινία, σημειώνοντας κάθε τόσο κάτι νούμερα στο κίτρινο μπλοκ, πάνω στο διπλό αρμόνιο. Τώρα, κάποιος που ξέρει τον Αλέκο, θα πει «ποιο διπλό αρμόνιο;» αφού έχει τρία, γύρω του, σχηματίζοντας ένα μεγάλο πι. Από πάνω και γύρω στους δέκα πόντους πιο πίσω, βρίσκονται οι οθόνες, μεγάλες και φαρδιές οθόνες.
Πολλές φορές είχε σκεφτεί για το σχήμα τους, το χρώμα τους και για το τι πραγματικά είναι. Πάντα κατέληγε στο ίδιο, ότι δηλαδή είναι ένα παράθυρο για να βλέπεις πίσω στο χρόνο, ό,τι πιστεύουν κάποιοι πως αξίζει να μείνει στην ιστορία. Και ακόμα περισσότερο, αισθάνεται σαν μικρός θεός, καθώς ζει στο χρόνο του και παίζει με τον χρόνο των άλλων, πίσω, μπροστά, αργά, γρήγορα, μεγέθυνση, σμίκρυνση, μα λείπει το σπουδαιότερο, η περιστροφή. Όλα εκεί είναι στάσιμα και σταθερά. Προβάλεται μόνο ό,τι εστιάζει ο δημιουργός τους, χωρίς να μπορείς να κάνεις λίγο δεξιά, ή να πας πίσω, στην κοπέλα με το κόκκινο φόρεμα. Άπαξ και την προσπέρασε ο διαβάτης, δεν μπορείς να δεις τα μαλλιά της να ανεμίζουν στον αέρα.
Έχει και κάτι ξύλινα ηχεία, γύρω και πάνω απ’ τις οθόνες. Από μικρός είχε την απορία πως μεταφέρεται ο ήχος, πως μεταδίδεται απ’ το ηχείο και πως μοιάζει τόσο πολύ με τον αληθινό. Αν και ξέρει, ποτέ δεν θέλει να πιστέψει τη λογική εξήγηση. Από μικρός πίστευε πως μια μαγική θεά, που αγαπάει τους ανθρώπους και ειδικά τα παιδιά, φέρνει τις φωνές των αγαπημένων τους μιας και είναι δύσκολο να φέρει αυτούς. Ακόμα, αυτή η μαγική θεά, μπορεί να τις ταξιδεύει μέσα στον χρόνο, να τις αφήνει να χορεύουν, να πετάνε και να παίζουν στον αέρα.
Πάλι άρχισε να ξεφεύγει το μυαλό. Ίσως και να φταίει αυτό το καρτούν που βλέπει και αξιολογεί. Ίσως πάλι να οφείλεται στο νεαρό της ηλικίας του. Μπορεί πάλι να οφείλεται στο ότι ποτέ δεν ακολούθησε τον τρόπο ζωής και σκέψης των ενηλίκων. Μάλλον είναι το ύψος του που τον φέρνει πιο κοντά στην ηλικία των δέκα έξι. Αν και κοντά στα δύο μέτρα, καθιστός φτάνει το ένα και εξήντα με το ζόρι. Ίσως, το μόνιμο χαμόγελο στα σχισμένα χείλη του να μαρτυρά κι αυτό με την σειρά του, άνθρωπο τυχερό, δίχως προβλήματα, έγνοιες και ατυχίες ∙ τι ειρωνεία! Κανείς δεν ξέρει. Σίγουρα όμως, θέλει τεράστια ψυχική δύναμη και κουράγιο για να αντιμετωπίζεις έτσι τα διάφορα προβλήματά σου. Είναι μοναδικός σε αυτό. Όλοι παίρνουν κουράγιο απ’ την στάση του και σε αυτόν βρίσκουν την δύναμη να συνεχίζουν μπροστά.
Πήγε βράδυ και ούτε που το είχε καταλάβει. Είχε υποσχεθεί στους γονείς του, να δειπνήσει μαζί τους. Τους οφείλει πολλά μιας και τόσα χρόνια, ήταν δίπλα του, συνοδοιπόροι στο δύσκολο αυτό δρόμο της ζωής. Τα είχαν περάσει όλα μαζί, οι τρείς τους κι εγώ. Πήρε λοιπόν τηλέφωνο την Αλεξάνδρα, να ακυρώσει το ραντεβού καθώς πήγαινε να πάρει το αμάξι. Τι γλυκιά φωνή, πάντα τρυφερή και απόλυτα εκφραστική, καταλαβαίνεις πάντα πώς αισθάνεται και πώς νοιώθει. Κάτι μέσα του όμως του έλεγε να της μιλήσει τότε. Με ένα «έχω κάτι σημαντικό να σου πω την επόμενη φορά» έκλεισε το τηλέφωνο. Ταχυπαλμία, πάντα ταχυπαλμία.
Βγήκε λοιπόν αληθινό το προαίσθημά του. Ξεκίνησε για τους γονείς του ∙ ταξίδι μακρινό. Τα τέσσερα χιλιόμετρα δεν τελείωσαν ποτέ…
Πριν τελειώσω την ιστορία μου, σας οφείλω μιαν εξήγηση, για το ποιος είμαι εγώ και γιατί σας τα λέω όλα αυτά. Θα σας εξηγήσω με αυτό που μου είπαν όταν γεννήθηκα.
Μου είπαν λοιπόν πως, με κάθε γέννα μωρού, δύο ζωές ξεκινούν, δύο ζωές που έχουν την ίδια μοίρα, δύο ζωές που η μία προστατεύει την άλλη, δύο ζωές, μία ορατή και μία αόρατη. Γεννήθηκα λοιπόν για τον Αλέξανδρο, για να είμαι πάντα δίπλα του, σε κάθε του κίνηση, σε κάθε στιγμή της ζωής του. Γεννήθηκα λοιπόν για να του μιλάω, να τον ενοχλώ όσο ενοχλεί, να τον βοηθάω όσο βοηθάει. Κάποιες φορές μάλιστα, του δίνω την ευκαιρία να επιλέξει και να κρίνω τις επιλογές του. Είμαι πάντα δίπλα του, εδώ και είκοσι επτά χρόνια. Σήμερα όμως, ήρθε η ώρα να τον συνοδέψω σ’ έναν άλλο προορισμό, πρωτόγνωρο γι’ εκείνον, γνωστό γι’ εμένα.
Φεύγουμε λοιπόν όλοι μαζί, εγώ, εκείνος, οι γονείς του και ακόμα δύο άγγελοι. Ο Αλέξανδρος κοίταξε πίσω, σε ένα κόκκινο τοπίο, οχτώ άσπρες ρόδες. Το αμάξι των γονιών του ήταν αυτό που έληξε τον αγώνα του. «Δεν έπιασαν τα φρένα…» έγραψε ο αστυνόμος στην αναφορά του. Τι τραγικό, μιας και το δικό του όχημα δεν είχε φρένα. Αυτός ήταν και το γκάζι και το φρένο στο άσπρο καροτσάκι του.
Χτυπάει το τηλέφωνο. Μήνυμα εξήφθη. «Έχει περάσει τόσος καιρός και ακόμα δεν έχεις καταλάβει. Στέκεσαι στα πόδια σου όταν όλοι γονατίζουν μα ακόμα δεν έχεις σταθεί μπροστά μου, να μου πεις αυτά που βλέπω στα μάτια σου. Τόσο καιρό περιμένω αυτή τη στιγμή. Τίποτα για εμένα δεν είναι πιο σημαντικό απ’ το να ακούσω και από εσένα το ‘‘Σ’ αγαπώ’’. Να προσέχεις. Θα βρεθούμε αύριο, φιλιά, Αλεξάνδρα.»
> Ksidias Yiannis < > uzuburu-buru.blogspot.com <
twitter - worldle
Είναι της μόδας όλοι μας να έχουμε πέρα του κοινωνικού μας και καθημερινού προφίλ, και δικτυακά προφίλ, μερικά εκ των οποίων είναι τα myspace, facebook, twitter κ.α..
Όντας λοιπόν και εγώ ενεργός δικτυακός πολίτης, διαθέτο και τα ανάλογα προφίλ. Το ποιο σημαντικό για εμένα, δεν είναι ούτε το πως ούτε το γιατί οδηγηθήκαμε εδώ, να μην μας αρκεί δηλαδή το κοινωνικό μας προφίλ, άντε και κανένα δύο - τρία ακόμα που χρησιμοποιούμε (δηλαδή αυτό στην εργασία μας, αυτό την ώρα που οδηγούμε και αυτό που φλερτάρουμε), μιας και κάτι παρόμοιο έχω αναπτύξει σε αυτό το post αλλά το γιατί και τι πραγματικά μας απασχολεί και μας ενδιαφέρει στα άλλα μας προφίλ.
Ένας τρόπος να το μελετήσουμε αυτό είναι μέσα απ' το λεξιλόγιο που χρησιμοποιούμε, εμφανίζοντας πιο έντονα τις λέξεις εκείνες που χρησιμοποιούμε συχνότερα από τις άλλες.
Ένα παράδειγμα για το δικό μου προφίλ στο twitter, είναι αυτό :
στο οποίο οι λέξεις που εμφανίζονται ποιο έντονα, πραγματικά με αντιπροσωπεύουν και με ενδιαφέρουν.
Μπορείτε και εσείς να δείτε σε μία απλή απεικόνιση ποιες λέξεις χρησιμοποιείτε περισσότερο και αν είναι όντος αυτά που σας εκφράζουν. Ακολουθήστε τις οδηγίες που περιγράφονται εδώ. Είναι αρκετά απλό αλλά θέλει λίγο χρόνο...


Σαν μπερδεμένες σκέψεις, σε ρωτώ..
Έχω και πάλι όρεξη να γράψω, να αποτυπώσω σε λέξεις τις μπερδεμένες σκέψεις που καταπνίγουν το μυαλό μου. Mπορώ ώρες να μιλάω για κάτι άχρηστο και ανούσιο, για κάτι σύνθετο και κοινό, για οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτά που νοιώθω. Το παθαίνω συχνά, όταν είμαι ερωτευμένος, να μην μου φτάνει ο χρόνος να περιγράψω ότι νοιώθω, να μην προλαβαίνω να τα πω με λίγες λέξεις, να κουράζω.
Λέτε πως έχω φαντασία και ικανότητα να μιλάω στην ψυχή, μα πάντα φαντάζομαι πράγματα που δεν υπάρχουν, συναισθήματα που δεν αισθάνθηκαν και νοήματα ανόητα. Ζαλίζομαι, κουράζομαι και δυσανασχετώ. Νομίζω πως ότι έχω την δυνατότητα να αγγίζω, να ακουμπώ, να νοιώθω με τις πέντε μου αισθήσεις, μου ανήκει, πως είναι κτήμα μου. Πάντα ο ίδιος, εγωιστής και υποκριτής, και τώρα απολογούμαι για τα λάθη που έκανα, που θα κάνω και αύριο, για τα μαθήματα που ποτέ δεν έμαθα.
Εχω την ανάγκη να μιλήσω, να σου πω τις πιο κρυφές και ιδιαίτερες μου σκέψεις, ότι φαντάζομαι και ότι σκέφτομαι, όσο εσύ έχεις γυρισμένο το βλέμμα σου στον πλανόδιο με τα λουλούδια. Κάθε γωνία και κάθε καμπύλη του προσώπου σου με ενοχλεί. Με ενοχλεί το πως μασάς το μαρούλι και πως πιάνεις το ποτήρι του καφέ με το αριστερό σου χέρι. Με τσαντίζει όταν γέρνεις το κεφάλι προς τα δεξιά, θέλοντας να με κάνεις να νομίζω πως με παρακολουθείς και πως ενδιαφέρεσαι για τις μαλακίες που λέω. Δεν νοιώθω τίποτα όταν μου τρίβεις με την γόβα σου την γάμπα μου, μα προσποιούμαι πως σε αγαπώ και πως σε θέλω. Τρυφερό θεωρώ το να μου χαϊδεύεις τον λοβό του δεξιού μου αυτιού και όχι να με λες χοντρούλη μου.
Όλα αυτά είναι πολλά από αυτά που θέλω να πω, να εκφράσω και να σου δείξω μα γι ακόμα ένα βράδυ θα σιωπήσω. Θα αφήσω αυτό που λες "την αγάπη μας" να γεμίσει το γεμάτο καπνό, υγρασία και ηδονή δωμάτιο. Θα σιωπήσω και το κεφάλι θα γύρω στα αριστερά, να πιάσω την μπύρα που μισοχύθηκε το πάτωμα. Ποιος νοιάζεται, αύριο είναι μια άλλη μέρα, μια νέα αρχή στην πορεία της σχέσης μας. Ένα νέο τουβλάκι ντόμινο που προστίθεται στην σειρά, κατασκευάζοντας, ποιος ξέρει, το δικό μας ρεκόρ.
Μα σαν κάθε άλλο συναρπαστικό και γεμάτο αγωνία παιχνίδι, κάποιο τουβλάκι που δεν στέκεται καλά, θα γύρει και θα ρίξει το προηγούμενο και εκείνο με την σειρά του το αμέσως προηγούμενο και ούτω καθ εξής, ώσπου ή κάποιος να σταματήσει αυτή την καταστροφική πορεία της φύσης, ή να το παρατηρούμε μαχόμενοι να γκρεμίζεται. Τι θεαματικό, τόση ενέργεια να εκλύεται σε λίγα δευτερόλεπτα, να σχάζει σαν σε πυρηνικό αντιδραστήρα και να καταπνίγει κάθε μορφή ζωής στο πέρασμά της.
Και εμείς εκεί, να δίνουμε τις δικές μας εξηγήσεις πάνω από τα ερείπια. κάποιος πάντα προσπαθεί να τα ξανακτίσει πάντα ο άλλος, παλεύει να τα διαλύσει. Πάντα νοιώθω κουρασμένος μετά από κάθε μας σύγκρουση. Είναι όπως όταν βγαίνω ηττημένος από το ρινγκ, γεμάτος μώλωπες και πληγές, με μια ψυχολογία κουρέλια μα με ένα μυαλό πεντακάθαρο, όπως στην ακτή, όταν σωπαίνει η τρικυμία. Είμαι μια παραλία γεμάτη φύκια και κομμάτια από τα σπασμένα ξύλινά μας καράβια, που η άγκυρες τους δεν τα κράτησαν για να μην ξεσύρουν...
Σε αγαπώ, αλλά μου είναι δύσκολο να το νοιώσω... ...μου είναι όμως εύκολο να στο πω...
{...ενυπόγραφο...}


Το κατά κλισέ Ευαγγελιον: Ποδόσφαιρο
- η μπάλα χτυπάει στα σώματα...η μπάλα πάνω στα σώματα... η μπάλα στα σώματα (κλασσικος Σωτηρακόπουλος-...σώμα μου..σώμα μου φτιαγμένο απο πηλοοοο)
- ο ''άγραφος'' νόμος του ποδοσφαίρου
- ...ήταν ένα... παλικαρίσιο γκολ (εμπρός της ΑΕΚ παλικάριααααα)
- δεν εχει σημασια αν παιζω εγω καλα σημασια εχει να κερδιζει η ομαδα
- δεν εχει σημασια αν σκοραρω εγω σημασια εχει να κερδιζει η ομαδα
- όλοι ειμαστε μια οικογένια-παρέα
- Βλεπουμε καθε παιχνιδι ξεχωριστα
- Βλεπουμε καθε παιχνιδι σαν τελικο
- εχουμε 5,6,7,8,9,10,...30 τελικους μεχρι το τέλος
- η ψυχη, η καρδιά, το μέταλλο του πρωταθλητη
- αυτο το γκολ,φαση,στημενο φαινεται να είναι δουλεμενο στην προπονηση
- ήταν μια επαγγελματικη νικη
- η βαρια φανέλα του ΠΑΟ,Ολυμπιακού,ΑΕΚ,ΠΑΟΚ
- το γκολ προηλθε απο μια ολιγωρία στην αμυνα
- Ξέρετε ότι δεν μιλάω ποτέ για διαιτησία...
- Δεν ασχολούμαι ποτέ με την διαιτησία...
- Εντεκα εμείς έντεκα κι αυτοί!
- Στο ποδοσφαιρο όλα γίνονται!
- Στο τέλος θα κάνουμε ταμείο...
- Ο κοσμος μας βοήθησε-ηταν απιστευτος-ο δωδεκατος παιχτης
- Θέλουμε το κόσμο δίπλα μας-κοντά μας
- ο επιθετικός συνελήφθη σε θέση offside
- του πηρε την ταυτοτητα
- ο αρχοντας του γηπεδου
- τα πρωτα 15 λεπτα ειναι δυσκολα
- τα τελευταια λεπτα είναι κρισιμα
- το γκολ που δεχτηκαμε μας αποσυντόνησε
- γκολ παρτο...βαλτο
- με την μπαλα στα ποδια ελισσεται
- ξερο σουτ
- σουτ φωτοβολιδα
- γεματο σουτ
- καλοτραβηγμενο σουτ
- σουτ με καλες προϋποθέσεις
- καπου βρηκε το σουτ
- στο γαμα-παραθυρακι
- η αμυνα κοιμηθηκε...
- εκανε τσαφ...
- γιομα
- σεντρα καμιναδα
- σταση μελμπεργκ
- θα δωσω το 100%
- καταδικαζουμε τα γεγονοτα,καταδικαζουμε καθε μορφη βιας
- ομορφες παρουσίες-υπαρξεις σημερα στο γηπεδο
- ο ταδε ειναι αλανθαστος σημερα...και μετα...τον ματιασαμε!
- ένα γκολ σε κρίσιμο σημείο!
- σεβομαστε τον αντιπαλο
- δεν φοβομαστε τον αντιπαλο
- θελουμε νίκη εστω και με μισο-μηδεν
- Γκολ απο τ'αποδυτηρια η ' Γκολ με το καλημερα
Stepas:
Καλοκαιρινή προετοιμασία:
- "Είναι το πιο σημαντικό στάδιο στην προετοιμασία μιας ομάδας"
- "Πολλά χιλιόμετρα κατάπιαν και σήμερα οι παίκτες του ΠΑΟ/ΟΣΦΠ/ΑΕΚ κλπ"
- "Στο Ζέεφελντ χτίζεται ο νέος Ολυμπιακός"
- "Τους έβγαλε το λάδι ο Μπάγεβιτς/Βαλβέρδε κλπ"
- Κορυφαία είναι αυτά που γράφουν οι δημοσιογράφοι για τα εξωαγωνιστικά της καλοκαιρινής προετοιμασίας (συνήθειες παικτών, πώς περνούν την ώρα τους και τέτοια): "Ανίκητος στο τάβλι ο Μπάγεβιτς - Ομηρικές μάχες με τον Μπουρουτζίκα", "Άπαιχτος ο Μάντζιος στο Pro", "Κολλημένος με το Ίντερνετ ο Μαλεζάς-σερφάρει όλη μέρα", "Έλιωσε στο Manager ο Ντάρμπισιρ", "Κασπάροφ ο Πφλίπσεν - δεν τον κερδίζει κανείς στο σκάκι - είναι ο κουλτουριάρης της παρέας", "Δελφίνι ο Κουτρουμάνος - περνάει τις ελεύθερες ώρες του στην πισίνα", "Σούζες με το ποδήλατο κάνει ο Κουτσιανικούλης κρυφά από τον Σάντος", "Μεγάλες κόντρες Καραγκούνη-Κατσουράνη στην ξερή" κλπ κλπ κλπ
- "Πειραχτήρι της παρέας ο Καραγκούνης"
- Κάααααααααααααθε χρόνο ακούγεται το εξής: "Φέτος ήταν η πιο σκληρή προετοιμασία της καριέρας μου"
- "Ιδανικές οι συνθήκες της προετοιμασίας στο προπονητικό κέντρο τάδε όπου χτίζεται ο νέος ΠΑΟ/Ολυμπιακός κλπ"
- "Βγάζει μάτια ο 17χρονος Καραφιτσουλίδης στο Ζέεφελντ" (κάθε μα κάθε φορά κάποιος πιτσιρικάς "βγάζει μάτια" και είναι "η αποκάλυψη", αλλά μετά δεν ξαναματακούμε ποτέ για αυτόν και φυσικά ποτέ δεν γίνεται παίκτης της προκοπής...)
- Έχει έρθει το τάδε σαπάκι που όλος ο κόσμος ξέρει ότι τραυματίζεται συνέχεια εκτός από τους οπαδούς της ελληνικής ομάδας στην οποία ήρθε. Μετά από μέρες αποχής από την προετοιμασία, κάνει τελικά την πρώτη του προπόνηση και τα πρώτα τεστ. Την επόμενη μέρα, η φυλλάδα που θέλει να ταϊσει κουτόχορτο τον φουκαρά οπαδό γράφει απαραιτήτως: "Ταύρος ο Αμπαλίεβιτς"
- "Τρέλα με Φουκαρίνιο - Φωτιές πετάει ο Βραζιλιάνος στην προετοιμασία - τέσσερα γκολ έβαλε στο χτεσινό φιλικό με την Χλεμπόνεν"
- Μετά από όλα τα αποθεωτικά που γράφουν οι φυλλάδες για το πόσο τέλεια είναι η προετοιμασία στα βουνά της Αυστρίας, όταν η ομάδα χάνει από κάποια "μπυραρία" σε φιλικό, κάτι πρέπει να γράψουν για να το δικαιολογήσουν: "Βαριά τα πόδια από την προετοιμασία / δεν έχουν λυθεί ακόμη τα πόδια των παικτών"
- "Μεταμορφωμένος ο Κούζμπα - άλλο πρόσωπο δείχνει φέτος - θα είναι εσωτερική μεταγραφή για τον Ολυμπιακό"
Δηλώσεις παικτών
- Ό,τι και να τους ρωτήσει ο δημοσιογράφος, ξεκινάνε ΠΑΝΤΑ με τη λέξη "σίγουρα" ("σίγουρα ήταν μία σημαντική νίκη μπλα μπλα μπλα"), ενώ μεγάλο σουξέ έχει και η λέξη "πιστεύω"
- "Δεν μας ενδιαφέρει τι κάνει ο αντίπαλος, κοιτάμε τι κάνουμε εμείς"
- "Από μικρός υποστήριζα τον ΠΑΟ / Ήρθα στην ομάδα της καρδιάς μου" (κλασικό παραμύθι που πουλάνε μερικοί για να γίνουν συμπαθείς στους οπαδούς)
- "Παίζω όπου μου ζητήσει ο προπονητής μου. Εκείνος ξέρει πού πρέπει να παίξει ο καθένας μας. Εμένα μου αρέσει να παίζω πίσω από το σέντερ φορ βέβαια (γιατί νομίζω ότι είμαι ο διάδοχος του Μαραντόνα και ο άσχετος που έχουμε στον πάγκο δεν το βλέπει) αλλά ο προπονητής είναι αυτός που αποφασίζει"
- "Φέτος θα είναι η χρονιά μου"
- "Δεν υπάρχουν εύκολα και δύσκολα ματς, πρέπει να πάμε σε όλα με την ίδια σοβαρότητα"
- "Το κλίμα στην ομάδα είναι εξαιρετικό, όλα τα παιδιά είναι καταπληκτικά" (μετά από λίγες μέρες βέβαια συνήθως μαθαίνουμε ότι έχουν πλακωθεί όλοι με όλους και έχουν γίνει μπουρδέλο)
- "Πρέπει να συνεχίσουμε τη σκληρή δουλειά"
- "Αυτό που μπορώ να υποσχεθώ είναι ότι θα δίνω το 100% σε κάθε ματς"
- "Οι οπαδοί μας είναι φανταστικοί και μας βοηθάνε σε κάθε ματς"
- "Έχω παίξει σε καυτές έδρες στην καριέρα μου, αλλά δεν έχω ξαναδεί τέτοιους οπαδούς" (κάτι αργεντίνοι τα λένε αυτά συνήθως)
Δηλώσεις προπονητών
- Μετά από ήττα: "Κοιτάμε μπροστά", "Κοιτάμε το επόμενο παιχνίδι"
- "Στο τέλος θα κάνουμε ταμείο"
- Ανεξαρτήτως αν η ομάδα τους έχει κερδίσει ή έχει ξεφτιλιστεί με 5-0, πολλοί προπονητές λένε το εξής κλισεδιάρικο: "Συγχαρητήρια στα παιδιά που πάλεψαν και έδωσαν ό,τι μπορούσαν"
- "Ας κερδίσει ο καλύτερος"
- "Είναι ένα ματς σαν όλα τα άλλα", "Καταλαβαίνουμε την ιδιαιτερότητα του ντέρμπι και τη σημασία που έχει για τους οπαδούς μας, αλλά κάθε νίκη δίνει 3 βαθμούς" (σωωωωπα!)
Του δημοσιογράφου:
- "Συγκρατημένη αισιοδοξία επικρατεί στο στρατόπεδο του Άρη εν όψει του ντέρμπι..."
- "Άνοιξε τα χαρτιά του ο Λορένσο Σέρα Φερέρ στην τελευταία προπόνηση δείχνοντας 11άδα...", "Κλειστά κράτησε τα χαρτιά του ο Άγγελος Αναστασιάδης εν όψει του αγώνα με τον Πανιώνιο...", "Το τελευταίο του χαρτί παίζει ο Ερνέστο Βαλβέρδε..." (πήγα σε μάγισσες σε χαρτοριχτρεεες...)
- "Αυτές οι σέντρες είναι βούτυρο στο ψωμί του πανύψηλου Τρυπιοχέρη..." (και μπούκοβο στον κεφτέ και λάδι στη σαλάτα)
- "Τη δική τους μάχη δίνουν οι δύο προπονητές στη σκακιέρα της τακτικής"
- "Βλέπουμε το κοντράστ των συναισθημάτων"
- Όταν μια ομάδα χάνει πολλές ευκαιρίες και τελικά τρώει γκολ, ο δημοσιογράφος που σέβεται τον εαυτό του ΠΡΕΠΕΙ να πει: "Επιβεβαιώθηκε ο νόμος του ποδοσφαίρου". Βεβαίως, αν τελικά η ομάδα που χάνει τις ευκαιρίες τελικά βάλει το γκολ, αρχίζει άλλο παραμύθι: "Το γκολ ήταν φυσική κατάληξη της πίεσης", "Επιβραβεύτηκε η επιμονή του ΠΑΟ που έψαχνε εδώ και ώρα το γκολ", "Κάποια στιγμή θα ερχόταν και το γκολ, αφού η αντίπαλη ομάδα είχε κλειστεί στα καρέ της" κλπ κλπ
- "Το γκολ της τιμής" (που ο θεούλης ο Μαυρομάτης το είχε κάνει σε ένα Μουντιάλ "το γκολ της σημαίας"!)
- "Ζύγισε το σουτ" (και πόσο το 'βγαλε;)
- "Διώχνει με υπερένταση"
- "Του πήρε τα μέτρα" (κοστούμι θα του ράψει;)
- "Βλέπουμε ένα παιχνίδι κέντρου"
- Αυτό είναι παλιό αλλά επιβιώνει ακόμα, ειδικά στις ραδιοφωνικές μεταδόσεις: "Το παιχνίδι δεν διεκδικεί δάφνες ποιότητας"
- "Το στείρο 0-0 σφραγίζει τις προσπάθειες των ποδοσφαιριστών μέχρι στιγμής"
- "Αναγνωριστικό παιχνίδι στα πρώτα λεπτά της αναμέτρησης"
- "Τον πέρασε σαν σταματημένο"
- "Ένα ντέρμπι μεταξύ Παναθηναϊκού (ΠΑΟΚ) και Ολυμπιακού (Άρη) είναι πάντα ντέρμπι, ανεξάρτητα από το σε τι κατάσταση είναι οι δύο ομάδες" (αυτό το κλισέ είναι αγαπημένο όχι μόνο των δημοσιογράφων, αλλά και των παλαίμαχων που βγαίνουν στις εκπομπές πριν τα ντέρμπι)
- "Είναι γνωστό ότι του Μπάγεβιτς δεν του αρέσει να χάνει ούτε στο τάβλι"
- "Σιδηρά πειθαρχία έχει επιβάλει στα αποδυτήρια ο τεχνικός ηγέτης του ΠΑΟ/ΟΣΦΠ κλπ" (τώρα το πώς γίνονται μπουρδέλο τα αποδυτήρια και βγαίνουν όλα προς τα έξω, είναι άλλο θέμα...)
- Ιδανικές συνθήκες για ποδόσφαιρο
- Καμίνι η Τούμπα/η Λεωφόρος/το Καραϊσκάκη κλπ
- Είναι το γκολ για τον ΠΑΟΚ και η Τούμπα παίρνει φωτιά/φλέγεται (καιιιιγομαι καιιιιιγομαι ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιαααααα)
- Μετά από νίκη κάποιας ομάδας μέσα στη Λάρισα, ο πλέον κλισέ τίτλος σε εφημερίδα είναι: "Απόδραση από το Αλκαζάρ"
- Μετά από νίκη του Ηρακλή, ας πούμε με 3-0, ο αντίστοιχος τίτλος είναι: "Τρεις ροπαλιές από τον Ηρακλή"
- "Ευχάριστος πονοκέφαλος για τον Γιώργο Δώνη καθώς θα έχει στη διάθεσή του όλους του παίκτες"
- "Γεμάτο το απουσιολόγιο του Τεν Κάτε - νοσοκομείο ο ΠΑΟ - αποδεκατισμένος από τους τραυματισμούς"
Τα κλισέ στο ποδόσφαιρο δεν τελειώνουν ποτέ. Σχεδόν όλος ο επικοινωνιακός τομέας σε αυτό το άθλημα (από τις δηλώσεις προπονητών-παικτών-παραγόντων μέχρι την αθλητική δημοσιογραφία) στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο σε κλισέ φράσεις. Γράψαμε όσα θυμηθήκαμε. Αν και μετά το παρακάτω βίντεο, κάθε άλλο σχόλιο περιττεύει...