0

Ο κυρ Νίκος, ο ψαράς...

Κοιτάει πάλι στον καθρέφτη. Γι’ ακόμα μια φορά βλέπει το παρελθόν να ξεμακραίνει και το μέλλον φαντάζει σαν σήμερα όσο ποτέ άλλοτε. Βλέπει στον καθρέφτη τον δεκαοχτάρη που, χωρίς ενδοιασμούς, φραγμούς και όρια, ζει τη ζωή του δίχως αύριο. Ζει το κάθε παρόν σαν να είναι το τελευταίο του σήμερα. Είναι μοναδικό συναίσθημα κάθε μέρα, όταν κοιτάς εκεί, να ρωτάς τον εαυτό σου «Τι βλέπεις;» και να περιμένεις απάντηση. Να βλέπεις μέσα σε ένα κομμάτι γυαλί, τα πριν, τα μετά, τα έτσι, τους λόγους, τις αιτίες, τα αλλιώς, τα επειδή, αλλά απάντηση να μην παίρνεις.

Χαμογελάει είναι μια κίνηση του προσώπου που του θυμίζει πως είναι ακόμα ζωντανός. Είναι αυτή η κίνηση, που φέρνει στο μυαλό τις πιο πρόσφατες χαρούμενες στιγμές, που κινεί όλους τους μύες, που στέλνει διαφορετικές ηλεκτρικές ενοχλήσεις σε όλα τα κύτταρα. Είναι αυτή η πράξη που τον ξαναφέρνει πίσω στα εφηβικά του χρόνια, στην ηλικία που αισθάνεται.

Ο κυρ Νίκος δεν είναι ο συνηθισμένος παππούς. Ξεφεύγει απ’ τα καθιερωμένα και τα τετριμμένα, γι’ αυτόν το λόγο, δίνει πάντα αφορμή για πειράγματα στα καφενεία του νησιού. «Για πού το ‘βαλες πάλι μπάρμπα - Νίκο; Που ετοιμάζεσαι να πας αυτή τη φορά;» του έλεγαν κάθε φορά που τον συναντούσαν να περνά, οι γέροι στα καφενεία. Αυτός όμως δεν άκουγε τις ερινύες και βάδιζε πάντα το δρόμο του. Κοσμογυρισμένος, με τις δικές του φουρτούνες και θάλασσες. Τώρα είχε δέσει το δικό του κάβο πια και περίμενε ο καιρός να ξεσύρει την άγκυρα που του είχε ξεμείνει. Την άλλη την είχε χάσει πριν λίγα χρόνια, όταν έφυγε η γυναίκα του απ’ το «κακό».

Καλός άνθρωπος, φιλότιμος και νοικοκύρης, ο κυρ Νίκος, είχε χρόνια στην θάλασσα. Στην αρχή, απ’ τα γεννοφάσκια του κιόλας, ανέβαινε στο καΐκι του πατέρα του. Ξύλινο, μικρό, είχε ρίξει πλύσιμο στην κουβέρτα του… Μετά μπάρκαρε σε φορτηγό. Είχε τελειώσει τότε με το σχολειό και τα γράμματα. Στα δεκάξι του κιόλας, τα είχε παρατήσει όλα και πήγε τζόβενο στην ‘‘Αθηνά’’, ένα παλιό καρβουνιάρικο. Από τότε έχει το σημάδι στον δεξί του ώμο. Αυτό συμβαίνει πάντα με τους ναυτικούς η θάλασσα τους αφήνει το σημάδι της ‘‘αγάπης’’ της, χαραγμένο όχι μόνο στην ψυχή, αλλά και στο σώμα τους. Ήταν στο Νταρ της Αφρικής, όταν έσπασε το βίντσι και του ‘‘έγλυψε’’ την πλάτη. Σαν από θαύμα σώθηκε τότε.

Τρεις μεγάλες αγάπες είχε την κυρά του, που πιο ιερό δεν είχε, τους δυο του γιούς και το ψάρεμα. Ό,τι και να πει κανείς για να περιγράψει την αγάπη τούτου του ανθρώπου για τη γυναίκα του είναι πολύ λίγο. Κάθε πρωί και κάθε βράδυ, στην προσευχή του, παρακαλούσε το θεό του, να έχει καλά τη γυναίκα του και μετά εκείνον, τη γυναίκα του και τα παιδιά του.

Ήταν έτοιμος να φύγει. Είχε πάρει το βαλιτσάκι του, τις πετονιές του, τα πεταχτάρια, το δόλωμα και τη σπαστή καρέκλα και αφού πέρασε και από τον καθρέφτη, ήταν έτοιμος να αναχωρήσει. Αριστοκράτης σε κάτι τέτοια, να προσέξει κάθε λεπτομέρεια πριν βγει απ’ το σπίτι, τα ρούχα, τα μαλλιά, όλα. Μερακλής άνθρωπος, είχε ακόμα εκείνη τη βέσπα που ούτε κι εκείνος θυμάται από πότε, μα φάνταζε σαν καινούργια. Τι καινούργια, ντρεπόσουν να την ακουμπήσεις. Σε διπλή σακούλα τα ψαρικά, ανάμεσα στα πόδια και επόμενη στάση το αγνάντι.

Καθόταν ώρες στα βράχια, με το ραδιοφωνάκι του, την πίπα του και εκεί, να δολώνει και να μαζεύει. Τι ηρεμία αυτός ο άνθρωπος. Σου έβγαζε μια απίστευτη γαλήνη, πόσο μάλλον όταν ψάρευε. «Το ψάρι θέλει υπομονή, και όταν το ψαρεύεις, και όταν το ψήνεις, και όταν το τρως» έλεγε στον γιο του, όταν τον έπαιρνε μαζί του σαν ήταν παιδί. Μα αυτός, διάολος σκέτος, να σκαρφαλώνει σαν τον ταρζάν στα βράχια, στις πιο απόκρημνες γωνιές τους, να βουτάει από ψηλά και να νευριάζει τον πατέρα του, διώχνοντας τα ψάρια. Ό,τι κι αν του έκανε, ο κυρ Νίκος δεν είχε σηκώσει ποτέ χέρι πάνω του.

Νύχτωσε και χαμπάρι δεν πήρε πάλι. Πως περνάει έτσι αυτή η ώρα όταν κάνεις πράγματα που σ’ ευχαριστούν, ενώ μοιάζει αιώνας το κάθε λεπτό, όταν κάνεις κάτι που σε δυσαρεστεί. Για τον κυρ Νίκο πάντως, ό,τι κι αν έκανε, ο χρόνος ποτέ δεν του έφτανε. Με ό,τι καταπιάνονταν, το έκανε με αφοσίωση και περίσσιο μεράκι που όσες ώρες κι αν αφιέρωνε, του ήταν πάντα λίγες. Τι κι αν είχε πιάσει κοντά στα τρία κιλά ψάρια, δυο ροφουδάκια, μια σάλπα και ένα σκαθάρι, νόμιζε πως ακόμα δεν είχε περάσει δεκάλεπτο απ’ τη πρώτη δολωσιά. Κάθε τι μικρό που έπιανε, το ξανάριχνε στην θάλασσα. Το είχε μάθει απ’ τα ταξίδια του, κάπου στην Αφρική, πως για να γίνει μεγάλο ένα ψάρι, πρέπει να έχει μικρότερα για να φάει ή να μείνει στην θάλασσα όσο είναι μικρό. Έτσι κάνουν εκεί. Ό,τι είναι πιο μικρό απ’ το μπράτσο τους, το ξαναρίχνουν στην θάλασσα.

Είχε ψαρέψει σ’ όλο τον κόσμο, σε κάθε χώρα που είχε επισκεφτεί, σε κάθε λιμάνι, σε κάθε ράδα. Είχε δει κάθε λογής ψάρι, μέγεθος και χρώμα. Ήξερε πια, όλα τα κόλπα για να πιάνει κάθε λογής ψάρι και μαλάκιο, γιατί ρωτούσε όπου κι αν βρισκόταν τους ντόπιους, για τις διάφορες τεχνικές τους, για τα δολώματα που χρησιμοποιούσαν και γι’ άλλες τόσες λεπτομέρειες. Με θαυμαστή προσήλωση, καθόταν και τα σημείωνε σ’ ένα τετράδιο και μετά, με σχολαστικότητα, τα καθαρόγραφε στο ‘‘καλό’’ του το τετράδιο τι σχολικό κατάλοιπο και αυτό. Αν και δεν σκάμπαζε από γράμματα, ήταν φιλότιμος μαθητής και προσπαθούσε.

Μάζεψε λοιπόν τα πράγματά του, έβαλε και τα ψάρια σε μια σακούλα με λίγα παγάκια και γραμμή για να πάρει το γιο του απ’ το φροντιστήριο. Μαθητής τρίτης λυκείου, ακολουθώντας στα χνάρια του πατέρα του, ούτε κι εκείνος σκάμπαζε πολλά. Τουλάχιστον έτσι δήλωναν οι καθηγητές του τι άνθρωποι κι αυτοί. Καλό παιδί, πρόθυμο και εργατικό, έπιαναν τα χέρια του. Δούλευε με έναν μάστορα τα σαββατοκύριακα, φίλο του πατέρα του, για να του δείχνει τη δουλειά. Μικρός, σαν γεννήθηκε, οι γιατροί είπαν πως έπασχε από υδροκεφαλισμό και πως θα ήταν λίγο πιο ‘‘αργός’’ από τους συνομηλίκους του. Πολλές φορές, αυτό ήταν αιτία για πειράγματα, όπως κι αυτό το απόγευμα.

«Γιώργη, γιατί ρε φίλε δεν λύνεις καμιά άσκηση στα μαθηματικά;» «Γιατί ακόμα δεν έμαθε την πρόσθεση…», χαζογελούσαν οι συμμαθητές του την ώρα που ερχόταν ο πατέρας του. «Γιώργη!!», του φωνάζει, κι αυτός αρπάζει τη σάκα του και πηδάει στον κεραυνό. Έτσι την έλεγε τη βέσπα του πατέρα του χαϊδευτικά.

Είχαν τραβήξει πολλά, και αυτός και η γυναίκα του, για τον Γιώργη τους. Τι εξετάσεις, τι ταξίδια σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη για επισκέψεις σε γιατρούς, αλλά καμιά βελτίωση. Αυτοί δεν είχαν πρόβλημα, μιας και ο ‘‘πασάς’’ τους ήταν το καλύτερο δώρο που τους χάρισε η ζωή. Ήταν το αγγελούδι τους. Για εκείνον ό,τι κάνανε και για τον αδερφό του, για να μην έχουν πρόβλημα όταν εκείνοι θα φύγουν. Για να μπορεί να σταθεί στα πόδια του και να μην τον κοροϊδεύει κανείς τότε.

Ο κυρ Νίκος ήταν πολύ κουρασμένος. Έκατσε στο μπαλκόνι να αγναντέψει τη θάλασσα, να πιει το ουζάκι του και να φάει το μεζεδάκι του. Έβαλε στον γιο του να φάει το υπόλοιπο και του πρόσφερε ψωμί. Για ούζο, ούτε κουβέντα. Του απαγόρευε το αλκοόλ μπροστά του. Κάτσανε και οι δύο στο τραπέζι, ο ένας προς τα μέσα και ο άλλος προς τα έξω. Γι’ ακόμα ένα βράδυ δεν ανταλλάξανε πολλές κουβέντες. Ο Γιώργης εδώ και λίγο καιρό, ρωτούσε για τη μητέρα του, και ο κυρ Νίκος, δεν έβγαζε λέξη. Όποτε την έφερνε στον νου του, βούρκωνε, πιάνονταν η ανάσα του και αισθανόταν πως θα λυγίσει. Για να μιλήσει γι’ αυτήν, ούτε λόγος. Γι’ αυτό ο Γιώργης του κρατούσε μούτρα. Ήθελε να μάθει αν τον αγαπούσε, πως τον φώναζε και να του τραγουδήσει ένα νανούρισμα που θυμόταν μόνο το ρυθμό του.

Αφού τελείωσε ο μικρός το φαγητό, έφυγε με μια ξερή καληνύχτα και άφησε τον πατέρα του να χαζεύει τα άστρα. Γυρνούσε το βλέμμα του πότε στον Ωρίωνα, πότε στην Πούλια, πότε στην Κασσιόπη και τη μικρή Άρκτο. Μάλλον την είχε αρπάξει, γιατί είχε έναν πόνο στο στήθος απ’ την ώρα που γύρισε απ’ το ψάρεμα. Ξανανάβει το τσιμπούκι του και γυρίζει πάλι προς τον ουρανό. Κάπου σαν να θόλωσε το βλέμμα του και τ’ αστέρια άρχισαν να παίζουν το δικό τους παιχνίδι.

Άρχισαν να κρύβονται και να τρέχουν, να πηγαίνουν εδώ κι εκεί, και όλα μαζί να περιστρέφονται γύρω από ένα ίνδαλμα, εκείνο της κυράς του. Ήταν πανέμορφη, σ’ ένα αέρινο πορτοκαλί φόρεμα και τ’ άστρα, ήταν τα στρασάκια του. Σφίγγει τα δόντια και σηκώνεται απ’ την καρέκλα. Πάει δίπλα απ’ το κρεβάτι του μισοκοιμισμένου του γιού και του λέει : «Η μητέρα σου σ’ αγαπούσε, σ’ αγαπούσε πολύ, πιο πολύ και από εμένα. Εσένα και τον αδερφό σου σας είχε στην ίδια θέση με τον Άγιο Νικόλα. Ήταν αρχοντογυναίκα, ψηλή και νταρντάνα, η ωραιότερη του νησιού. Όταν περνούσε απ’ το λιμάνι, τα καστανά μαλλιά της ανέμιζαν και χάζευαν τους περαστικούς στους καφενέδες. Σε φώναζε ‘‘το αγγελούδι μου’’ και σ’ αγαπούσε με τέτοια αγάπη, όπως δεν έχει αγαπήσει ποτέ άλλη μάνα το γιο της. Και εγώ την αγαπούσα, κι εσένα σ’ αγαπώ, να το θυμάσαι αυτό. Θέλω να ξέρεις πως ό,τι κι αν συμβεί, εσύ είσαι ό,τι καλύτερο έχουν να δείξουν οι άνθρωποι στο θεό, γιατί είσαι γιος δικός μου και της μάνας σου. Να μην φοβηθείς ποτέ, κανέναν και τίποτα και ό,τι κι αν σου συμβεί, να σφίγγεις τα δόντια, να σηκώνεις το κεφάλι προς τον ουρανό, να βάζεις μπροστά τα δυο σου χέρια και να σηκώνεσαι. Να αγαπάς τον αδερφό σου και να μην χωρίσετε ποτέ. Να ξέρεις γιε μου, σ’ αγαπώ πιο πάνω κι απ’ τη ζωή μου. Αντίο…», πήρε μια βαθιά ανάσα και έφυγε…



0

Αντιφάσεις

Δεν ξέρω γιατί, αλλά αισθάνομαι πως πρέπει να γράψω. Νιώθω σαν να χρωστάω σε κάποιον ή να το οφείλω στον ίδιο μου τον εαυτό. Το μεγάλο θέμα μου όμως είναι ότι δεν ξέρω ούτε τι πρέπει να γράψω, μα ούτε και για ποιόν. Ν’ αρχίσω να μιλάω πάλι για μένα, καταντάει μονότονο, βαρετό, κουραστικό και εν τέλει εγωκεντρικό. Όχι δηλαδή ότι απέχει πολύ από την πραγματικότητα μιας κι ένα αίσθημα υπεροψίας το έχω.

Δεν ξέρω αν είναι σαν εμένα και οι υπόλοιποι, να αισθάνονται δηλαδή ότι έχουν ζήσει τόσα πολλά για την ηλικία τους. Νομίζω πως κάθε μέρα της ζωής μου είναι τόσο συγκλονιστική και μοναδική που κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να ζήσει αυτά που εγώ έχω ζήσει. Αν κάτσεις όμως και το καλοσκεφτείς, θα παρατηρήσεις ότι κάθε άνθρωπος που έτυχε να γεννηθεί την ίδια ημέρα και ώρα με εμένα, έχει ζήσει ακριβώς τον ίδιο αριθμό ημερών με εμένα. Αν θεωρήσεις ότι κατά μέσο όρο, κοιμόμαστε το ένα τρίτο της ζωής μας, τότε έχουμε σίγουρα ζήσει ίδιο πλήθος ωρών. Αυτό σημαίνει πως δεν θα μπορούσα να ζήσω κάτι παραπάνω ή κάτι λιγότερο από αυτόν, από εσένα, από τον οποιονδήποτε.

Επιπλέον, δεδομένου ότι έχουμε ελεύθερη βούληση και την δυνατότητα να τις πραγματοποιούμε, ό,τι έχω καταφέρει, έχει καταφέρει και αυτός, ό,τι έχω επιλέξει να κάνω, έχει επιλέξει, και τέλος, ό,τι έχω αποφασίσει, έχει αποφασίσει. Σίγουρα δεν ζούμε δυο ζωές παράλληλες, τα ‘‘θέλω’’ και τα ‘‘πρέπει’’ μας διαφέρουν κατά πολύ, μα έχουμε πάρει τον ίδιο αριθμό αποφάσεων.

Για να μην γίνομαι κουραστικός, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κάποιοι, ενώ ζουν την κάθε μέρα τους, με τα προβλήματά τους, τις στιγμές χαράς και ευτυχίας αλλά και τις στιγμές πόνου, θεωρούν ότι ζουν κάτι λιγότερο ή περισσότερο από άλλους. Ότι δηλαδή κάποιες στιγμές έχουν μεγαλύτερο ειδικό βάρος από άλλες ή ότι τα προβλήματα μπορούν να συγκριθούν.

Ο καθένας μας ζει ό,τι αντέχει, κάνει ό,τι μπορεί, ονειρεύεται αυτό που επιθυμεί και προσπαθεί όσο του το επιτρέπουν οι συνθήκες. Έτσι, λοιπόν, εφόσον όλοι μας φτάνουμε στα όρια μας, εφόσον όλοι μας μοχθούμε όσο έχουμε ακόμα δύναμη εσωτερική και σωματική, είμαστε όλοι ίδιοι. Τι κι αν τα όριά μας είναι διαφορετικά; Τι κι αν διαφέρει η σωματική μας δύναμη ή η δύναμη των ‘‘θέλω’’ μας; Το πείσμα μας, μας κάνει να υπερβαίνουμε τον εαυτό μας και να κάνουμε υπεράνθρωπα πράγματα.

Έτσι, όλοι μας είμαστε ίδιοι, ίσοι απέναντι στον άλλο. Όλοι είμαστε ένα. Όλοι, ανεξαρτήτως χρώματος, εθνικότητας, ηλικίας, οικονομικής κατάστασης, καταγωγής, δεν διαφέρουμε από τους άλλους. Τότε γιατί υπάρχουν αυτές οι αντιθέσεις; Γιατί υπάρχει αυτή η εκμετάλλευση; Γιατί υπάρχει αυτός ο πόνος και η μιζέρια; Είναι ερωτήσεις που δεν κατάφερα ποτέ να απαντήσω και πλέον έχω πάψει ν’ αναρωτιέμαι, να ψάχνομαι και να ψάχνω να βρω απαντήσεις που να δικαιολογούν επαρκώς τέτοια φαινόμενα. Έχω πάψει πλέον να ελπίζω σε κάτι καλύτερο.

Τι τραγικό, στα είκοσι έξι μου να έχω χάσει την ελπίδα. Τι ειρωνεία, ένας νέος άνθρωπος, που θα έπρεπε να είναι γεμάτος όνειρα, ψυχική δύναμη για να κάνει την ανατροπή, γεμάτος ελπίδα και πάθος για το αύριο κυνηγώντας το όνειρό του, να πιστεύει μόνο στο σήμερα, να συμβιβάζεται με την υπάρχουσα κατάσταση και να έχει την δύναμη μόνο να σηκωθεί γι’ ακόμα μια μέρα από το κρεβάτι. Αλήθεια, δεν πιστεύω πως είμαι ο μόνος, ούτε και πως θα μείνω έτσι για πάντα.

Αλήθεια, τι μπορεί να γίνει αν όλοι όσοι αισθανόμαστε το ίδιο (και δεν είμαστε αμελητέα ποσότητα) ξεσηκωθούμε ξαφνικά, σαν πυροτέχνημα, αναζητώντας την ελπίδα για το αύριο ή ακόμα χειρότερα, απαιτώντας τα χαμένα μας «χθες»; Τι μπορεί να γίνει τότε, που όλοι εμείς που δεν έχουμε ούτε να χάσουμε κάτι μα ούτε και να κερδίσουμε, υψώσουμε το ανάστημά μας; Ποιες θα είναι οι κοινωνικές επιπτώσεις αν όλοι όσοι δεν φοβόμαστε να χάσουμε κάτι απ’ αυτά που έχουμε ή να κερδίσουμε κάτι απ’ αυτά που δικαιούμαστε, τα διεκδικήσουμε; Ρωτάω όλα αυτά γιατί θυμάμαι μια φράση που άκουσα κάποτε, ότι δηλαδή «το χειρότερο θηρίο, είναι ο άνθρωπος χωρίς ενδοιασμούς, αυτός που δεν ελπίζει σε κάτι καλύτερο ή χειρότερο, αυτός που δεν έχει ούτε να χάσει, ούτε να κερδίσει κάτι, αυτός που δεν φοβάται, ο αδίστακτος». Γιατί, όπως είπε και ο Καζαντζάκης, «Δεν φοβάμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι ελεύθερος.».

Και κάπως έτσι ξεκινούν οι επαναστάσεις, από ανθρώπους μικρούς, από ανθρώπους ανήμπορους και ξεγραμμένους, με μόνο όπλο, τη δύναμη της ψυχής . Όλη η ενέργεια τους, ενώνεται σαν μια τεράστια πύρινη μπάλα και καταπνίγει στις φλόγες της ό,τι τολμήσει να μπει στο δρόμο της.

Τώρα θα πει κανείς, πως από αλλού ξεκίνησα και αλλού έχω φτάσει. Κι όμως, όλα έχουν το λόγο τους, το λόγο που δημιουργήθηκαν και υπάρχουν. Μπορεί άμεσα να μην μπορούμε να τον καταλάβουμε, αλλά σίγουρα θα φανεί κάποια στιγμή. Έτσι λοιπόν, θεωρώ πως πλέον είμαι σε μια περίοδο της ζωής μου, που είμαι ελεύθερος, ξεκομμένος από εμπάθειες, αντιπάθειες και προκαταλήψεις, ολοκληρωμένος από ό,τι έχω ήδη ζήσει και έχω καταφέρει, δίχως το αίσθημα μετάνοιας, χωρίς να χρωστάω συγγνώμη σε κάποιον άλλο πέρα του εαυτού μου. Μια συγγνώμη που ποτέ δεν θα πω, μια συγγνώμη που ποτέ δεν θα δεχτώ, μια συγγνώμη που ποτέ δεν θα ζητήσω, μια συγγνώμη που θα απαιτήσω.

Υ.Γ. Έρχεται ιστοριούλα, σαν το προηγούμενο…

Λίστα ιστολογίων

Powered by Blogger. Theme: TheBuckmaker, Kredit online, Tyrol. Converted by Wordpress To Blogger for WP Blogger Themes. Sponsored by iBlogtoBlog.