0

Τικ Τακ, ο χρόνος κυλάει...

Τικ τακ, ο χρόνος κυλάει.

Σαν μια ρόδα που κολλάει πέτρες στον διάβα της και που τις πετάει όταν τις βαρεθεί.

Δεν έχουν αλλάξει πολλά από τότε που έγραψα το παρακάτω κείμενο. Ή μάλλον, για να είμαι ακριβοδίκαιος, δεν έχουν αλλάξει ουσιαστικά πράγματα. Απαντήσεις στα τεράστια «γιατί» μου δεν έχω βρει. Ίσως μάλλον επειδή ακόμη εθελοτυφλώ, αγνοώντας τον «ελέφαντα μέσα στο δωμάτιο». Από την μία άκρη της γης στην άλλη, απ’ τον βορρά στον νότο και τούμπαλιν, ταξιδεύω το μυαλό μπας και βρει το κατάλληλο μέρος να ησυχάσει, να κάτσει να σκεφτεί, να αντιμετωπίσει στα ίσια τον κυκεώνα των σκέψεων. Μάταια όμως.

Επιλέγω να κουράζω το σώμα για να μην μπορεί να αφήσει το μυαλό να ασχοληθεί. Επιλέγω να βγάζω εκεί, όλο αυτόν τον θυμό και το μίσος, όλη αυτή την αρνητική ενέργεια. Επιλέγω να τρέφω το μυαλό με γνώση πάνω στην δουλειά μου, ώστε πάλι, να περιορίζω το εύρος των σκέψεων. Κι όμως, εκείνα τα βράδια, αυτά που ό,τι κι αν κάνεις, όπως κι αν σε ξοδέψεις, πάντα καταλήγεις σε μια γωνιά του κρεβατιού, αγκαλιά με το μαξιλάρι. Δεν είναι η μοναξιά, ούτε η μοναχικότητα που σε κυριεύει. Δεν είναι η ανασφάλεια, ούτε η απουσία των αγαπημένων σου που σε φοβίζει.

Είναι αυτά τα γαμημένα τα λόγια που όπως λέει κι ο ποιητής «πολλές φορές προσπάθησα, μα αυτά τα γαμημένα, αντί να βγουν στα χείλη μου, φυτρώνουν στον αυχένα». Είναι αυτά τα λόγια που δεν πρόλαβες να πεις, είναι αυτά τα αισθήματα που ποτέ δεν μοιράστηκες. Πέντε λεπτά ακόμη, πέντε λεπτά ακόμη... Όσα πεντάλεπτα και να είχα, φοβάμαι πως ποτέ δεν θα τα έλεγα, ποτέ δεν θα τα μοιραζόμουν. Πάντα εκ των υστέρων ζητάμε πέντε μόνο λεπτά.

Καληνύχτα λοιπόν. Αύριο ξημερώνει μια καινούργια μέρα, μια νέα περιπέτεια για εσάς και τους αγαπημένους σας. Μια μέρα που σας δίνει την ευκαιρία να πείτε αυτά που δεν είπα. Σας δίνει την ευκαιρία να μην περάσετε τέτοια βράδια, αγκαλιά με το μαξιλάρι, αυτοεξόριστος στην άλλη γωνιά του κρεβατιού. Μόνος... ή καλύτερα μονάχος... Όχι από άλλους, αλλά από εμένα...



Στο παρακάτω λίνκ είναι το προηγούμενο κείμενο...


Ksidias Yiannis
uzuburu-buru.blogspot.com



Κάτι να πω...


    Έξι χρόνια πριν, το θυμάμαι σαν χθες εκείνο το πρωί, έχασα τον πατέρα μου. Μιλούσαμε στο τηλέφωνο και έπειτα από λίγο, χτυπάει το τηλέφωνο ξανά. Αυτό ήταν... Το ένα ψέμα έφερε το άλλο, η μια αλήθεια την άλλη, το ένα πρόβλημα το άλλο και η ελπίδα, χανόταν κάθε μέρα και πιο πολύ. Δεν έμαθα ποτέ την αλήθεια για το τι έγινε, από την ώρα που έκλεισα το τηλέφωνο, μέχρι την ώρα που πήγα στο νοσοκομείο.

    Τότε ήταν που έμαθα τι σημαίνει φιλία, πραγματική φιλία. Φιλία λοιπόν είναι το να κάθεσαι σε ένα παγκάκι, αγναντεύοντας την θάλασσα μαζί με κάποιον που σε ξέρει, να μην ανταλλάσετε ούτε λέξη, κι όμως να του ανοίγεις την καρδιά σου, κάπου ανάμεσα στα δάκρυα και τις μπύρες. Μέσα από χιλιάδες γνωστούς, ανθρώπους που γνώρισες με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ανθρώπους που πέρασες ωραίες και άσχημες στιγμές, που δούλεψες μαζί ή που τα ήπιες, βρίσκονται εκείνοι οι ελάχιστοι που γίνονται πραγματικοί φίλοι.

    Έπειτα ήταν σειρά του παππού. Το ρολόι του κόλλησε για κάποιο καιρό. Μάταιες οι προσπάθειες να το ξεκολλήσουμε, να το επαναφέρουμε στους παλιούς ρυθμούς. Κάθε που πήγαινε λίγο καλύτερα κάτι γίνονταν και ξανά απ’ την αρχή. Σαν λάθος εκκινήσεις σε στίβο, που οι αθλητές μπερδεύονται και κουράζονται κάθε φορά. Και τα προβλήματα συνέχισαν να μεγαλώνουν, συνέχισαν να πληθαίνουν.

    Η ζωή προχωράει, συνεχίζετε λένε, και μας παρασέρνει η καθημερινότητα. Χίος, Αθήνα και όπου αλλού ταξίδευα το σώμα ή το μυαλό, οι σκέψεις δεν ξέμεναν πουθενά. Εκεί καρφωμένες σαν σε πίνακα ανακοινώσεων, εθελοτυφλώντας, τις προσπέρναγα καθημερινά. Στρατός, διπλωματική, πτυχίο, επαγγελματική αποκατάσταση, λεφτά, καριέρα, είναι έννοιες που ερχόντουσαν χωρίς να τις προσκαλέσω και έμειναν εκεί για πάντα. Κανείς δεν με ρώτησε αν ήθελα να αφήσω σε μια μέρα το παιδί που έχω μέσα μου και να γίνω μεγάλος.

    Έπειτα ήταν ο κολλητός μου, που ήρθε να συμπληρώσει τον κύκλο των αγαπημένων μου που έφυγαν χωρίς να με ρωτήσουν. Σαν πυροτέχνημα, έλεγα τότε, που άστραψε και έσβησε, αφήνοντας πίσω του αυτή τη βροντερή βουή, που ετεροχρονισμένα σου παίρνει τα αφτιά. Ο χρόνος κυλάει, μας παίρνει και μας σέρνει, σε άλλους τόπους και άλλες συνθήκες. Αλλάζουμε, προσαρμοζόμαστε στο περιβάλλον και προχωράμε. Κρατάμε το χθες σαν καταφύγιο, να γυρνάει εκεί το μυαλό τις ώρες της μοναξιάς, ζούμε το σήμερα, δίνοντας όλο μας το είναι και το εγώ, και ονειρευόμαστε για το αύριο, βάζοντας στόχους και ακολουθώντας στρατηγικές.

    Ότι ζούμε μας επηρεάζει, μας διαμορφώνει, μας αλλάζει, μας κάνει αυτό που είμαστε τώρα. Ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τις καταστάσεις, την σοβαρότητα ή την γελοιότητα, προσαρμόζετε συνέχεια και εξελίσσεται. Προχωράμε...



    Ο λόγος που γράφω αυτό το κείμενο είναι ένας και πολύ απλός. Είναι γιατί κάτι έχω να πω, να αφήσω ένα κομμάτι μου στην ιστορία. Σαν ένα φύλο, είτε θα πετάξει και θα πάει σε μέρη μακρινά, δίνοντας ομορφιά σε φωτογραφίες, σε στιγμές και σε ζωγραφιές, είτε θα καταλήξει σε ένα σωρό, μαζί με άλλα φύλα, οδηγούμενα σε κάποιου τζακιού την φλόγα, πορεία που δεν μπορώ να επηρεάσω και δεν θέλω.

    Έχω να πω λοιπόν, πως ο χρόνος είναι σχετικός και πως ενώ δεν μπορούμε να τον ορίσουμε και να τον αλλάξουμε, μπορούμε να τον εκμεταλλευτούμε και να τον χρησιμοποιήσουμε. Μπορούμε λοιπόν να επιλέξουμε τις χαρούμενες στιγμές καθαρής καρδιάς από τις στιγμές υποκρισίας και φαίνεστε. Μπορούμε να επιλέξουμε το να λέμε αυτά που σκεφτόμαστε, όπως και όταν τα σκεφτόμαστε, απ’ το να φανταζόμαστε και υποπτευόμαστε. Μπορούμε να επιλέξουμε να εκφράζουμε τα αισθήματά μας με λόγια και πράξεις πριν είναι πολύ αργά. Μπορούμε να επιλέξουμε να κάνουμε πράγματα που μας αρέσουν και μας γεμίζουν, να βοηθάμε και να δίνουμε χωρίς να περιμένουμε τίποτα πίσω. Μπορούμε τόσα μπορούμε αρκεί να θέλουμε να είμαστε καλά, χαρούμενοι και γεμάτοι!


Ksidias Yiannis
uzuburu-buru.blogspot.com



Βασανίζομαι...


Θα κλέψω αυτόν τον τίτλο από έναν τοίχο, από κάποιον που έκανε την υπέρβαση και μοιράστηκε μαζί μου τα αισθήματά του, κάποιον που μάλλον ποτέ δεν θα γνωρίσω και που για μια στιγμή, ήρθαμε τόσο κοντά. Πολλά τα « βάσανα » και το χειρότερο, δεν βλέπω λύση.

Γενικά είμαι ένας υπέρ-αισιόδοξος  άνθρωπος, ένας άνθρωπος που προσπαθεί να μην αφήνει αυτό που τον τρώει, να χορτάσει.  Ένας άνθρωπος που έχει πέσει πολλές φορές και που τόσες έχει ξανασηκωθεί. Ακλουθώντας πιστά την καλύτερη συμβουλή του πατέρα μου, έχω γεμίσει πληγές στα χέρια απ’ τα χαλίκια και τις πέτρες.

Τουφεκιά... Σαν τουφεκιά, σαν πυροτέχνημα έρχονται οι άνθρωποι στην ζωή μας και φεύγουν. Ανεβαίνουν σιγά σιγά στον ουρανό, βγάζουν τα ομορφότερα χρώματά τους, δημιουργούνε σχέδια και σχήματα, γεμίζουν χαρά τους δημιουργούς τους αλλά και όσους τα βλέπουν και ξαφνικά... όλα σβήνουν... το απόλυτο σκοτάδι και αργότερα έρχεται αυτός ο δυνατός ήχος, ο γδούπος που τρομάζει, που τότε πια συνειδητοποιείς πως όλα τελείωσαν.

Πάντα μου άρεσε να λέω πως κάθε τέλος είναι μια καινούργια αρχή. Μια αρχή με νέα δεδομένα και νέο περιβάλλον. Αυτή μου την φράση την χρησιμοποιούσα σε κάθε τι που τελείωνε, από ταξίδι μέχρι κάποια εμπειρία. Όταν όμως κάποιος φεύγει, δεν υπάρχει κανένα τέλος, τουλάχιστον κάποιο ορατό. Ίσως τελειώνουν οι στιγμές που θα μπορούσες να ζήσετε μαζί, ίσως πάλι τελειώνουν οι κουβέντες και οι συζητήσεις. Μα ότι έχει προηγηθεί δεν τελειώνει. Είσαι αυτός που είσαι λόγω των επιρροών του περιβάλλοντός σου, λόγω των εμπειριών που είχες και λόγω της παιδείας, που διαχρονικά έχεις λάβει.

Βασανίζομαι λοιπόν να δώσω ένα τέλος πιστευτό, ένα τέλος που θα με κάνει να κοιτάζω μια νέα αρχή. Έτσι λοιπόν έχω βάλει στην αναμονή το μυαλό, να μην σκέφτεται το τι, το πως και το γιατί. Να μην προσπαθεί να δώσει απαντήσεις, να μην μπορεί να κατηγορήσει ή να ενοχοποιήσει. Αναμονή για τις στιγμές που δεν θα έρθουν ποτέ...



0

Calendar 2

It’s quite strange as a feeling, not to write for long. All this time, I gathered so many experiences living my recent adventure, that now I face the problem, what to write first and what later. It’s so common for me, to keep in such a mess my mind, not to be able to keep my thoughts in order. Scenes, moments and images are tangled so hard, that is impossible to organize them. Scenes from here and there, from Korea to Egypt, from Japan to the west coast of Africa and towards back again. Five months at sea, with only ten days of them, reaching land and even though, I am full of images. From the deep blue sea to the sky’s light blue, this world is so amazing. It hides its beauty in every corner, till somebody finally decides to discover it. Then, you lay your hands and you grasp the most amazing of god’s creations.

It’s almost midnight local hour, sailing in the Indian Ocean. The weather is rough, showing us some of its power. The last ten days, it’s just like that. Our cargo is slashing hard in the tanks, making really scary sounds and gives us the feeling of an earthquake. Even though I have been informed for such unexpected events, it was and still is hard every such time. Although we changed our course and our speed, so to have the weather from the front side, and be part of the swell’s frequency, we still have some problems in that but we work on it. The officers and the crew have told me plenty of life stories, in similar conditions or worst and that makes it creepier.

What to say about all these people. Each and every one of them is so special. They look like puzzle pieces which you have to put them wised on the table, so to see the big picture. The big issue is to have a vessel that is working, with people onboard that feel like part of a team. But like as on the puzzles, some pieces cannot connect with others and others are very tricky and can connect with more, explaining why you can face some kid’s style conflicts and some strong friendship. Greeks, Egyptians, Ukrainians, Spanish and Philippine, are the nationalities of these great people. Each one is carrying his own tradition, way of life and mentality, making this combination an amazing enterprise.

People sign on and off every now and then, following their rotation and their needs but in the end of the day, the vessel is going closer and closer to the next destination. I saw different kind of personnel’s changes, from captain to an ordinary seaman, coming from different nationalities and for different disembarkation reasons. Every time is different and a new piece is coming to replace the previous puzzle piece. Some times that change is more successful than others, bringing more happiness among the on board personnel, some others no. Even then, the puzzle is so unique that can absorb any great differences so to keep always the mood above some certain limits.

Therefore, during the Saturday’s party, you could see some watching copied entertainment TV shows or some others singing, joining their day off. Each one has his unique way of having fun in such limited conditions. Of course, working on an iron giant like this one, is far better than few decades ago, provided by few entertainment equipment and devices, trying to make our life better and more joyful.

Few years ago, when I worked for this company as a trainee in the new buildings department, I was checking drawings, charts and specifications, making comments and changes, without being able to understand their effect. I could only see some changes in lines, in shapes or in dimensions, all plotted on piece of paper, but nothing more. So just try to place yourself in my shoes, when I first saw the vessel in Korea. A three hundred meters long and more than forty meters tall iron giant, without mentioning the eleven meters draught; a super structure that I entrusted to carry my life for these months.

These months that passed quicker than an eye blink, gave me plenty and different kind of experiences. From the tour around the engine, to the extra measures for the pirate zone, from the inspection of the lowest passage of the vessel (duck kill), between the hull and the bottom of the tanks, till the separation of the garbage before putting them in the incinerator, each and every place on the vessel, made me more familiar with the engineering staffs I been studying these years, made me more aware about the everyday dangers the seamen face, brought me closer to what my father was facing the years he was working in this industry.

It’s quite rough as a profession that’s why I totally respect the seamen. It’s very hard for us to understand them, to be in their shoes. Leaving back the people they love, the comfort of their house and every social activity and join a mega structure, travelling around the globe in its endless voyage. As for the possibility to hang out during port, well, this happens once per month and in combination with many different factors, including not having a watch. Furthermore, it’s the feeling you have that you are on board a possible bomb. It’s quite amazing by its self as a number if you could only think that the impact of a potential explosion is six times bigger than the one of a nuclear bomb. Scary e!?

Well, the scariest think is to keep controlled your mind and your emotions. For this time of period you are on board a vessel, you have to act only professionally in any occasion, kind of impossible for people like me. But I think I made it up well these months. From time to time, I was thinking my family, those that I left behind and those that passed away. I was thinking my friends, the ones who often remember me and those they don’t. Different kind of moments and events were showing up from time to time as a logical consequence, while I was looking pictures and videos from different places.

A great escape from the vessel’s reality is when you have free time and you play a list of songs you have connected with places and moments. I had plenty of such moments. I used to close my eyes and let my mind travel away. I was dreaming the things I could do after that, the things I have done I have regretted, those that I was in love and those I was in great anger. It was like a minds drug, to bring in my mind’s surface, moments I spent with good friends, the games with my dog, even the fights with my brother when we were kids.

But all the adventures after making their circle, they come again in the same moment, the start. It’s that great time when you have to start a new circle, completing the previous one and start drawing the line of the new one. Now, I have to leave behind the good and the bad moments and change the chart on my life’s voyage; I am sailing directly to the unknown again. Till the end of my next adventure, I wish to each and every one of you, to go for your dreams, to chase them as much as you can and never to quit, even the odds are against you.
Cheers my friends!!!

Ksidias Yiannis



0

Calendar 1

Τετάρτη 16 Μαρτίου, 20:23 (UTC)

Πριν λίγο ξύπνησα, γιατί ο Μαχμούτ, ο συγκάτοικός μου, άναψε το φως και σηκώθηκε για να διαβάσει. Εδώ που είμαστε τώρα είναι εννιά ώρες μπροστά από την διεθνή ώρα. Ήμασταν στην Σεούλ της Κορέας και τώρα πηγαίνουμε στην Σιγκαπούρη, για να πάρουμε πετρέλαιο για την μηχανή και μετά πάμε κάπου στην Νιγηρία, δεν θυμάμαι. Τόσες πληροφορίες και ονόματα, που να τα συγκρατήσω.

Όλα ξεκίνησαν πριν μπω φαντάρος, ένα χρόνο πριν, όταν η μητέρα μου με παρότρυνε να βγάλω ναυτικό φυλλάδιο. Δεν μπορώ να την καταλάβω. Μεγάλωσε με τον πατέρα της να λείπει σχεδόν πάντα, καλοκαίρια και γιορτές. Πολλές φορές έπαιρνε και την γυναίκα του μαζί και εκείνες έμεναν με την γιαγιά τους. Μου είχε πει πως δεν τις άρεσε και πως της κακοφαίνονταν. Δεν ξέρω. Έπειτα ο μπαμπάς μου, ναυτικός και αυτός, έφυγε στην θάλασσα. Τότε έλεγε : «Φοβόμουν πως κάποια μέρα θα γυρίσει μόνο η βαλίτσα, χωρίς τον Γιώργο.» αλλά μετά, τα ξέχασε όλα και με έσπρωξε προς το επάγγελμα που την έχει οδηγήσει εδώ.
Μετά από πολύ καιρό γρίνιας και καυγάδων, ξεκίνησα να παρακολουθήσω τα σεμινάρια στην σχολή του Ασπροπύργου. Εκεί συνάντησα «κάθε καρυδιάς καρύδι». Ήταν ένας παππούς, μου διαφεύγει το όνομά του που δούλευε στην Σύρο, σε ένα καρνάγιο με ξύλινες βάρκες. Ήθελε τα χαρτιά για να μπορέσει να πάει σε ψαρόβαρκα για κάποια παραπάνω χρήματα. Θα έκανε και μετά μαθήματα, για να μπορέσει να πάρει το χαρτί για το τιμόνι. Εκεί ήταν και ο γιος ενός εφοπλιστή. Δεν τα έπαιρνε τα γράμματα. Δεν ήθελε να ασχοληθεί. Ακριβό αυτοκίνητο, σκάφος, μπουζούκια… Μαζί του ερχόμουν τα πρωινά. Πήγαινα έξω απ’ το σκάφος που έμενε και πότε πηγαίναμε με το δικό μου, πότε με το δικό του αμάξι.

Θυμάμαι μια κοπελιά, γύρω στα 30. Μητέρα, δούλευε στα ποστάλια, για να θρέψει το παιδί της μιας και χωρισμένη. Μαγκάκι, δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της. Θα είχε περάσει πολλά. Ήταν και ένα άλλο παλικαράκι, αλουμινάς, μαγκάκι και αυτός. «Δεν βγάνει πια το μεροκάματο και έχω τα γραμμάτια του αμαξιού.» έλεγε, καθώς κάθε ένας μας ‘‘έβρισκε από μια δικαιολογία’’ για την επιλογή του αυτή. Ήταν και μια Κρητικιά, αυτή κι αν δεν έπαιρνε τα γράμματα. Τριάντα χρονών, την έστειλε η οικογένειά της στην σχολή, μιας και δεν έβγαζε τα έξοδά της. Δούλευε στα χωράφια, στις ελιές. Αλλά πήγαινε καιρός από το τελευταίο μεροκάματο, δεν είχε πάει καλά και η χρονιά…

Κάπως έτσι λοιπόν, ξεκίνησε αυτό το ταξίδι. Ήθελα να φύγω μακριά, από το σπίτι, από την καθημερινότητα, από όλα, από εμένα. Τελείωσα από φαντάρος και μετά τι; Το χαρτί από την σχολή δεν το έχω ακόμη. Λίγο στην πλάκα, λίγο στον χαβαλέ, βρήκα εταιρεία και να, δεκατέσσερις Μαρτίου, ταξιδεύω για Σεούλ, με άλλα δυο άτομα, δόκιμους μηχανής για να μπούμε στον «Αετό του Νείλου». Καινούργιο πλοίο, ούτε πέντε χρονών, που μοιάζει με μόλις να βγήκε από το ναυπηγείο. Μετά από ένα πολύωρο ταξίδι με το αεροπλάνο, πολύ γέλιο, πειράγματα με τις αεροσυνοδούς και παρατηρήσεις από τους άλλους επιβάτες, φτάσαμε Κορέα, όπου και μας υποδέχτηκε ο ατζέντης της εταιρείας.

Μετά από λίγη ώρα, ήρθαμε στο πλοίο. Μου φαινόταν σαν ψέμα. Ανεβήκαμε και μας είπαν που να μείνουμε. Μιας και ήταν άνθρωποι από την εταιρεία για επιθεώρηση στις καμπίνες μας, θα μέναμε στο «Σουέζ», ένα μικρό δωμάτιο για έξι άτομα. Μας έστειλαν να κοιμηθούμε από τις τρις το μεσημέρι. Ήταν ότι καλύτερο μετά από τόσες ώρες πτήσης. Μπάνιο, φαΐ και ύπνος. Εγώ ξύπνησα γύρω στις τέσσερις τα χαράματα τοπική, μετά από τρις – τέσσερις φορές που άνοιξα τα μάτια μου, αλλά η κούραση με ξανακύλησε στο Μορφέα τα χέρια. Μετά ανέβηκα στο δωμάτιο ελέγχου. Εκεί, με καλημέρισε ο υποπλοίαρχος. Μου είπε να πάω να πάρω πρωινό, καφέ και ό,τι άλλο ήθελα και να ανέβω στην γέφυρα. Γύρω στις έξι και μισή, άρχισαν να έρχονται και άλλοι, οι πιλότοι, ο πλοίαρχος και οι λοιποί. Ήρθαν και έδεσαν τα ρυμουλκά. Μέσα σε λίγα λεπτά, φεύγαμε από τον ντόκο. Μέχρι που να το καταλάβω, είχαμε κιόλας απομακρυνθεί από το λιμάνι. Ταξιδεύαμε!

Η υπόλοιπη μέρα κύλησε ήσυχα, με ενημερώσεις και παρακολούθηση εκπαιδευτικών βίντεο για την ασφάλεια στο πλοίο. Ποια τα πυροσβεστικά συστήματα στο πλοίο, πως λειτουργούν οι σωστικές βάρκες, γυμνάσιο ετοιμότητας εγκατάλειψης πλοίου και πολλά παρόμοια, γέμισαν την μέρα μου. Όλα κυλούν ωραία και συναρπαστικά γρήγορα. Με έβαλαν βάρδια στην γέφυρα, οκτώ με δώδεκα το πρωί και μετά, μία με πέντε, έχω να πηγαίνω στου καπετάνιου, να τον βοηθάω. Μέχρι στιγμής, δεν έχω καταφέρει να ακολουθήσω το πρόγραμμα πιστά, μιας και έχω άλλες δουλειές να κάνω. Έχω να διαβάσω κιόλας πολλά για την εταιρεία και τον τρόπο λειτουργίας της, αλλά που χρόνος.

Προσπαθώ από την πρώτη μέρα να γυμνάζομαι. Έτσι, κάθε απόγευμα, πηγαίνω στο γυμναστήριο, κάνω τις ασκησούλες μου, παίζω το πίνκ-πόνκ μου και ηρεμώ. Μετά, κάνω μπανάκι και μετά το βραδινό, που ενώ κανονικά σερβίρετε στις πέντε, εγώ το παίρνω στις επτά. Η ώρα έχει πάει πια δώδεκα και είκοσι το μεσημέρι, βάση Γκρίνουιτς και πλέον είναι Παρασκευή, δεκαοχτώ του μήνα. Ναι, δεν μπόρεσα να το τελειώσω σε μια μέρα αυτό το μικρό κειμενάκι. Σε λίγες μέρες θα ξαναγράψω και άλλα, αλλά προς το παρόν, έχω διάβασμα.

Ksidias Yiannis



0

Δίκοπος...

Διπλή ζωή ή ζωή διπλή, είναι το ερώτημα που έχω στο μυαλό μου τις τελευταίες μέρες. Πώς μπορεί κάποιος να περιγράψει αυτό που βιώνω, την καθημερινότητά μου;

Ζω δύο διαφορετικές ζωές, έστω την Α και την Β. Η πρώτη είναι αυτή που ξέρουν όσοι με ξέρουν καλά, τις ώρες που περνάμε, τις στιγμές που ζω μαζί τους, τις εντάσεις μας, τις χαρές μας, τις Κυριακές στο χωριό. Είναι εκείνη η ζωή που μου θυμίζει πως είμαι μέρος του συστήματος, γρανάζι στην καλοκουρδισμένη μηχανή του, βολεμένος στην δερμάτινη παχιά καρέκλα, στο ξύλινο, με μεταλλικές λεπτομέρειες, γραφείο μου.

Είναι εκείνη η ζωή που με έβαλαν από μικρό να ονειρευτώ, να αγωνιστώ να αποκτήσω, με τις σπουδές μου και τα πτυχία, κορνιζωμένα στον τοίχο πίσω μου, σαν σε κάτι κολάζ που κάνει η κόρη μου με κομμάτια εφημερίδων, που μετά την παρουσίασή τους στην τάξη της, οδεύουν προς τον κάδο ανακύκλωσης. Ό,τι με έβαλαν να αγοράσω και να καταναλώσω, τα αμέτρητα ‘‘έξυπνα αντικείμενα’’ (gadgets) που ποτέ δεν έμαθα τη χρηστικότητά τους, η αλλαγή του αυτοκινήτου μου κάθε δύο χρόνια, για να ‘‘μπαίνω’’ στο μάτι του γείτονα, η κατανάλωση ουίσκι, μόνο δώδεκα ετών και άνω…

Μα η άλλη μου ζωή, η δεύτερη, είναι αυτή που κάνω στα κρυφά, κάτω απ’ το πάπλωμά μου, με παρέες που δεν με ζουν καθημερινά, με τους διαδικτυακούς μου φίλους σε μυστικές σελίδες και ηλεκτρονικά ημερολόγια. Σ’ αυτή μου την ζωή, είμαι πυρσός της επανάστασης, της αλλαγής και της ανανέωσης. Είμαι αυτός που δεν ακολουθεί, που σκέφτεται ρηξικέλευθες ιδέες. Είμαι η πέτρα που πέφτει στην ηρεμία της λίμνης και δημιουργεί τον κυματισμό που έπεται.

Εδώ, τα λευκά και τα μαύρα τα φοράω συνειδητά, το κόκκινο στους τοίχους δεν αποτελεί νέα λέξη της μόδας αλλά επιλογή. Σ’ αυτή μου τη ζωή, η γραμμή που χωρίζει το νόμιμο απ’ το παράνομο, μετατοπίζεται ανάλογα με τις ισχύουσες συνθήκες. Εδώ, νοιώθω ελεύθερος, μακριά από τους περιορισμούς που μου θέτουν. Νοιώθω να ταξιδεύω σε μέρη που δεν μπορείς να φανταστείς, να γυρίζω μες στου μυαλού μου τους προορισμούς, χωρίς φραγμούς, εμπόδια και ηθικές δικλίδες.

Σ’ αυτή μου την ζωή, κάνω όλα εκείνα που προσπαθούσαν μεθοδευμένα να μου απαγορεύσουν, όλα όσα περιθωριοποιούσαν και κατέκριναν, εκείνα που δεν θα έπρεπε να αποτελούν κομμάτι της ‘‘ευσυνείδητης’’ ζωής μου, αυτά που προσπαθούν να εξορκίσουν με σταυρούς, θαύματα και αγιασμούς. Εδώ αγαπάω τους φόβους μου κι ερωτεύομαι τις ενοχές μου, φέρνω στη ζωή όλες τις θαμμένες πονηρές και πρόστυχες σκέψεις και φροντίζω επιμελώς να τις ταΐζω από τις εκρήξεις αδρεναλίνης και θυμού.

Μέρες τώρα είναι που κατατρέχει το μυαλό μου αυτό το ερώτημα, τι πραγματικά κάνω, ζω σε δύο διαστάσεις μπερδεύοντας το παρόν με το μέλλον, ώστε να παίρνω όσο περισσότερο μπορώ και από τα δύο, ή κάθομαι και υποκρίνομαι στον εαυτό μου, έναν ψεύτικο εαυτό; Τι πράγματι είναι αλήθεια και ποια από τις δύο εκφάνσεις της ζωής μου είναι αυτή που με γεμίζει πραγματικά; Ή μήπως η μια συμπληρώνει την άλλη ώστε στο τέλος να μπορώ να πω ότι τα έζησα όλα ή μήπως δρω έτσι από αντίδραση για το ‘‘εγώ’’ μου που ποτέ μου δεν ανακάλυψα;

Θέλω πολύ να μάθω, τι αλήθεια συμβαίνει μ’ εμένα και τον τρόπο που ζω, ή τελικά και αυτό μου το δίλημμα, είναι αποτέλεσμα της ζωής μου και κόλπο του συστήματος, ώστε να με επαναφέρει στις τάξεις του;



0

Ο κυρ Νίκος, ο ψαράς...

Κοιτάει πάλι στον καθρέφτη. Γι’ ακόμα μια φορά βλέπει το παρελθόν να ξεμακραίνει και το μέλλον φαντάζει σαν σήμερα όσο ποτέ άλλοτε. Βλέπει στον καθρέφτη τον δεκαοχτάρη που, χωρίς ενδοιασμούς, φραγμούς και όρια, ζει τη ζωή του δίχως αύριο. Ζει το κάθε παρόν σαν να είναι το τελευταίο του σήμερα. Είναι μοναδικό συναίσθημα κάθε μέρα, όταν κοιτάς εκεί, να ρωτάς τον εαυτό σου «Τι βλέπεις;» και να περιμένεις απάντηση. Να βλέπεις μέσα σε ένα κομμάτι γυαλί, τα πριν, τα μετά, τα έτσι, τους λόγους, τις αιτίες, τα αλλιώς, τα επειδή, αλλά απάντηση να μην παίρνεις.

Χαμογελάει είναι μια κίνηση του προσώπου που του θυμίζει πως είναι ακόμα ζωντανός. Είναι αυτή η κίνηση, που φέρνει στο μυαλό τις πιο πρόσφατες χαρούμενες στιγμές, που κινεί όλους τους μύες, που στέλνει διαφορετικές ηλεκτρικές ενοχλήσεις σε όλα τα κύτταρα. Είναι αυτή η πράξη που τον ξαναφέρνει πίσω στα εφηβικά του χρόνια, στην ηλικία που αισθάνεται.

Ο κυρ Νίκος δεν είναι ο συνηθισμένος παππούς. Ξεφεύγει απ’ τα καθιερωμένα και τα τετριμμένα, γι’ αυτόν το λόγο, δίνει πάντα αφορμή για πειράγματα στα καφενεία του νησιού. «Για πού το ‘βαλες πάλι μπάρμπα - Νίκο; Που ετοιμάζεσαι να πας αυτή τη φορά;» του έλεγαν κάθε φορά που τον συναντούσαν να περνά, οι γέροι στα καφενεία. Αυτός όμως δεν άκουγε τις ερινύες και βάδιζε πάντα το δρόμο του. Κοσμογυρισμένος, με τις δικές του φουρτούνες και θάλασσες. Τώρα είχε δέσει το δικό του κάβο πια και περίμενε ο καιρός να ξεσύρει την άγκυρα που του είχε ξεμείνει. Την άλλη την είχε χάσει πριν λίγα χρόνια, όταν έφυγε η γυναίκα του απ’ το «κακό».

Καλός άνθρωπος, φιλότιμος και νοικοκύρης, ο κυρ Νίκος, είχε χρόνια στην θάλασσα. Στην αρχή, απ’ τα γεννοφάσκια του κιόλας, ανέβαινε στο καΐκι του πατέρα του. Ξύλινο, μικρό, είχε ρίξει πλύσιμο στην κουβέρτα του… Μετά μπάρκαρε σε φορτηγό. Είχε τελειώσει τότε με το σχολειό και τα γράμματα. Στα δεκάξι του κιόλας, τα είχε παρατήσει όλα και πήγε τζόβενο στην ‘‘Αθηνά’’, ένα παλιό καρβουνιάρικο. Από τότε έχει το σημάδι στον δεξί του ώμο. Αυτό συμβαίνει πάντα με τους ναυτικούς η θάλασσα τους αφήνει το σημάδι της ‘‘αγάπης’’ της, χαραγμένο όχι μόνο στην ψυχή, αλλά και στο σώμα τους. Ήταν στο Νταρ της Αφρικής, όταν έσπασε το βίντσι και του ‘‘έγλυψε’’ την πλάτη. Σαν από θαύμα σώθηκε τότε.

Τρεις μεγάλες αγάπες είχε την κυρά του, που πιο ιερό δεν είχε, τους δυο του γιούς και το ψάρεμα. Ό,τι και να πει κανείς για να περιγράψει την αγάπη τούτου του ανθρώπου για τη γυναίκα του είναι πολύ λίγο. Κάθε πρωί και κάθε βράδυ, στην προσευχή του, παρακαλούσε το θεό του, να έχει καλά τη γυναίκα του και μετά εκείνον, τη γυναίκα του και τα παιδιά του.

Ήταν έτοιμος να φύγει. Είχε πάρει το βαλιτσάκι του, τις πετονιές του, τα πεταχτάρια, το δόλωμα και τη σπαστή καρέκλα και αφού πέρασε και από τον καθρέφτη, ήταν έτοιμος να αναχωρήσει. Αριστοκράτης σε κάτι τέτοια, να προσέξει κάθε λεπτομέρεια πριν βγει απ’ το σπίτι, τα ρούχα, τα μαλλιά, όλα. Μερακλής άνθρωπος, είχε ακόμα εκείνη τη βέσπα που ούτε κι εκείνος θυμάται από πότε, μα φάνταζε σαν καινούργια. Τι καινούργια, ντρεπόσουν να την ακουμπήσεις. Σε διπλή σακούλα τα ψαρικά, ανάμεσα στα πόδια και επόμενη στάση το αγνάντι.

Καθόταν ώρες στα βράχια, με το ραδιοφωνάκι του, την πίπα του και εκεί, να δολώνει και να μαζεύει. Τι ηρεμία αυτός ο άνθρωπος. Σου έβγαζε μια απίστευτη γαλήνη, πόσο μάλλον όταν ψάρευε. «Το ψάρι θέλει υπομονή, και όταν το ψαρεύεις, και όταν το ψήνεις, και όταν το τρως» έλεγε στον γιο του, όταν τον έπαιρνε μαζί του σαν ήταν παιδί. Μα αυτός, διάολος σκέτος, να σκαρφαλώνει σαν τον ταρζάν στα βράχια, στις πιο απόκρημνες γωνιές τους, να βουτάει από ψηλά και να νευριάζει τον πατέρα του, διώχνοντας τα ψάρια. Ό,τι κι αν του έκανε, ο κυρ Νίκος δεν είχε σηκώσει ποτέ χέρι πάνω του.

Νύχτωσε και χαμπάρι δεν πήρε πάλι. Πως περνάει έτσι αυτή η ώρα όταν κάνεις πράγματα που σ’ ευχαριστούν, ενώ μοιάζει αιώνας το κάθε λεπτό, όταν κάνεις κάτι που σε δυσαρεστεί. Για τον κυρ Νίκο πάντως, ό,τι κι αν έκανε, ο χρόνος ποτέ δεν του έφτανε. Με ό,τι καταπιάνονταν, το έκανε με αφοσίωση και περίσσιο μεράκι που όσες ώρες κι αν αφιέρωνε, του ήταν πάντα λίγες. Τι κι αν είχε πιάσει κοντά στα τρία κιλά ψάρια, δυο ροφουδάκια, μια σάλπα και ένα σκαθάρι, νόμιζε πως ακόμα δεν είχε περάσει δεκάλεπτο απ’ τη πρώτη δολωσιά. Κάθε τι μικρό που έπιανε, το ξανάριχνε στην θάλασσα. Το είχε μάθει απ’ τα ταξίδια του, κάπου στην Αφρική, πως για να γίνει μεγάλο ένα ψάρι, πρέπει να έχει μικρότερα για να φάει ή να μείνει στην θάλασσα όσο είναι μικρό. Έτσι κάνουν εκεί. Ό,τι είναι πιο μικρό απ’ το μπράτσο τους, το ξαναρίχνουν στην θάλασσα.

Είχε ψαρέψει σ’ όλο τον κόσμο, σε κάθε χώρα που είχε επισκεφτεί, σε κάθε λιμάνι, σε κάθε ράδα. Είχε δει κάθε λογής ψάρι, μέγεθος και χρώμα. Ήξερε πια, όλα τα κόλπα για να πιάνει κάθε λογής ψάρι και μαλάκιο, γιατί ρωτούσε όπου κι αν βρισκόταν τους ντόπιους, για τις διάφορες τεχνικές τους, για τα δολώματα που χρησιμοποιούσαν και γι’ άλλες τόσες λεπτομέρειες. Με θαυμαστή προσήλωση, καθόταν και τα σημείωνε σ’ ένα τετράδιο και μετά, με σχολαστικότητα, τα καθαρόγραφε στο ‘‘καλό’’ του το τετράδιο τι σχολικό κατάλοιπο και αυτό. Αν και δεν σκάμπαζε από γράμματα, ήταν φιλότιμος μαθητής και προσπαθούσε.

Μάζεψε λοιπόν τα πράγματά του, έβαλε και τα ψάρια σε μια σακούλα με λίγα παγάκια και γραμμή για να πάρει το γιο του απ’ το φροντιστήριο. Μαθητής τρίτης λυκείου, ακολουθώντας στα χνάρια του πατέρα του, ούτε κι εκείνος σκάμπαζε πολλά. Τουλάχιστον έτσι δήλωναν οι καθηγητές του τι άνθρωποι κι αυτοί. Καλό παιδί, πρόθυμο και εργατικό, έπιαναν τα χέρια του. Δούλευε με έναν μάστορα τα σαββατοκύριακα, φίλο του πατέρα του, για να του δείχνει τη δουλειά. Μικρός, σαν γεννήθηκε, οι γιατροί είπαν πως έπασχε από υδροκεφαλισμό και πως θα ήταν λίγο πιο ‘‘αργός’’ από τους συνομηλίκους του. Πολλές φορές, αυτό ήταν αιτία για πειράγματα, όπως κι αυτό το απόγευμα.

«Γιώργη, γιατί ρε φίλε δεν λύνεις καμιά άσκηση στα μαθηματικά;» «Γιατί ακόμα δεν έμαθε την πρόσθεση…», χαζογελούσαν οι συμμαθητές του την ώρα που ερχόταν ο πατέρας του. «Γιώργη!!», του φωνάζει, κι αυτός αρπάζει τη σάκα του και πηδάει στον κεραυνό. Έτσι την έλεγε τη βέσπα του πατέρα του χαϊδευτικά.

Είχαν τραβήξει πολλά, και αυτός και η γυναίκα του, για τον Γιώργη τους. Τι εξετάσεις, τι ταξίδια σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη για επισκέψεις σε γιατρούς, αλλά καμιά βελτίωση. Αυτοί δεν είχαν πρόβλημα, μιας και ο ‘‘πασάς’’ τους ήταν το καλύτερο δώρο που τους χάρισε η ζωή. Ήταν το αγγελούδι τους. Για εκείνον ό,τι κάνανε και για τον αδερφό του, για να μην έχουν πρόβλημα όταν εκείνοι θα φύγουν. Για να μπορεί να σταθεί στα πόδια του και να μην τον κοροϊδεύει κανείς τότε.

Ο κυρ Νίκος ήταν πολύ κουρασμένος. Έκατσε στο μπαλκόνι να αγναντέψει τη θάλασσα, να πιει το ουζάκι του και να φάει το μεζεδάκι του. Έβαλε στον γιο του να φάει το υπόλοιπο και του πρόσφερε ψωμί. Για ούζο, ούτε κουβέντα. Του απαγόρευε το αλκοόλ μπροστά του. Κάτσανε και οι δύο στο τραπέζι, ο ένας προς τα μέσα και ο άλλος προς τα έξω. Γι’ ακόμα ένα βράδυ δεν ανταλλάξανε πολλές κουβέντες. Ο Γιώργης εδώ και λίγο καιρό, ρωτούσε για τη μητέρα του, και ο κυρ Νίκος, δεν έβγαζε λέξη. Όποτε την έφερνε στον νου του, βούρκωνε, πιάνονταν η ανάσα του και αισθανόταν πως θα λυγίσει. Για να μιλήσει γι’ αυτήν, ούτε λόγος. Γι’ αυτό ο Γιώργης του κρατούσε μούτρα. Ήθελε να μάθει αν τον αγαπούσε, πως τον φώναζε και να του τραγουδήσει ένα νανούρισμα που θυμόταν μόνο το ρυθμό του.

Αφού τελείωσε ο μικρός το φαγητό, έφυγε με μια ξερή καληνύχτα και άφησε τον πατέρα του να χαζεύει τα άστρα. Γυρνούσε το βλέμμα του πότε στον Ωρίωνα, πότε στην Πούλια, πότε στην Κασσιόπη και τη μικρή Άρκτο. Μάλλον την είχε αρπάξει, γιατί είχε έναν πόνο στο στήθος απ’ την ώρα που γύρισε απ’ το ψάρεμα. Ξανανάβει το τσιμπούκι του και γυρίζει πάλι προς τον ουρανό. Κάπου σαν να θόλωσε το βλέμμα του και τ’ αστέρια άρχισαν να παίζουν το δικό τους παιχνίδι.

Άρχισαν να κρύβονται και να τρέχουν, να πηγαίνουν εδώ κι εκεί, και όλα μαζί να περιστρέφονται γύρω από ένα ίνδαλμα, εκείνο της κυράς του. Ήταν πανέμορφη, σ’ ένα αέρινο πορτοκαλί φόρεμα και τ’ άστρα, ήταν τα στρασάκια του. Σφίγγει τα δόντια και σηκώνεται απ’ την καρέκλα. Πάει δίπλα απ’ το κρεβάτι του μισοκοιμισμένου του γιού και του λέει : «Η μητέρα σου σ’ αγαπούσε, σ’ αγαπούσε πολύ, πιο πολύ και από εμένα. Εσένα και τον αδερφό σου σας είχε στην ίδια θέση με τον Άγιο Νικόλα. Ήταν αρχοντογυναίκα, ψηλή και νταρντάνα, η ωραιότερη του νησιού. Όταν περνούσε απ’ το λιμάνι, τα καστανά μαλλιά της ανέμιζαν και χάζευαν τους περαστικούς στους καφενέδες. Σε φώναζε ‘‘το αγγελούδι μου’’ και σ’ αγαπούσε με τέτοια αγάπη, όπως δεν έχει αγαπήσει ποτέ άλλη μάνα το γιο της. Και εγώ την αγαπούσα, κι εσένα σ’ αγαπώ, να το θυμάσαι αυτό. Θέλω να ξέρεις πως ό,τι κι αν συμβεί, εσύ είσαι ό,τι καλύτερο έχουν να δείξουν οι άνθρωποι στο θεό, γιατί είσαι γιος δικός μου και της μάνας σου. Να μην φοβηθείς ποτέ, κανέναν και τίποτα και ό,τι κι αν σου συμβεί, να σφίγγεις τα δόντια, να σηκώνεις το κεφάλι προς τον ουρανό, να βάζεις μπροστά τα δυο σου χέρια και να σηκώνεσαι. Να αγαπάς τον αδερφό σου και να μην χωρίσετε ποτέ. Να ξέρεις γιε μου, σ’ αγαπώ πιο πάνω κι απ’ τη ζωή μου. Αντίο…», πήρε μια βαθιά ανάσα και έφυγε…



0

Αντιφάσεις

Δεν ξέρω γιατί, αλλά αισθάνομαι πως πρέπει να γράψω. Νιώθω σαν να χρωστάω σε κάποιον ή να το οφείλω στον ίδιο μου τον εαυτό. Το μεγάλο θέμα μου όμως είναι ότι δεν ξέρω ούτε τι πρέπει να γράψω, μα ούτε και για ποιόν. Ν’ αρχίσω να μιλάω πάλι για μένα, καταντάει μονότονο, βαρετό, κουραστικό και εν τέλει εγωκεντρικό. Όχι δηλαδή ότι απέχει πολύ από την πραγματικότητα μιας κι ένα αίσθημα υπεροψίας το έχω.

Δεν ξέρω αν είναι σαν εμένα και οι υπόλοιποι, να αισθάνονται δηλαδή ότι έχουν ζήσει τόσα πολλά για την ηλικία τους. Νομίζω πως κάθε μέρα της ζωής μου είναι τόσο συγκλονιστική και μοναδική που κανείς άλλος δεν θα μπορούσε να ζήσει αυτά που εγώ έχω ζήσει. Αν κάτσεις όμως και το καλοσκεφτείς, θα παρατηρήσεις ότι κάθε άνθρωπος που έτυχε να γεννηθεί την ίδια ημέρα και ώρα με εμένα, έχει ζήσει ακριβώς τον ίδιο αριθμό ημερών με εμένα. Αν θεωρήσεις ότι κατά μέσο όρο, κοιμόμαστε το ένα τρίτο της ζωής μας, τότε έχουμε σίγουρα ζήσει ίδιο πλήθος ωρών. Αυτό σημαίνει πως δεν θα μπορούσα να ζήσω κάτι παραπάνω ή κάτι λιγότερο από αυτόν, από εσένα, από τον οποιονδήποτε.

Επιπλέον, δεδομένου ότι έχουμε ελεύθερη βούληση και την δυνατότητα να τις πραγματοποιούμε, ό,τι έχω καταφέρει, έχει καταφέρει και αυτός, ό,τι έχω επιλέξει να κάνω, έχει επιλέξει, και τέλος, ό,τι έχω αποφασίσει, έχει αποφασίσει. Σίγουρα δεν ζούμε δυο ζωές παράλληλες, τα ‘‘θέλω’’ και τα ‘‘πρέπει’’ μας διαφέρουν κατά πολύ, μα έχουμε πάρει τον ίδιο αριθμό αποφάσεων.

Για να μην γίνομαι κουραστικός, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κάποιοι, ενώ ζουν την κάθε μέρα τους, με τα προβλήματά τους, τις στιγμές χαράς και ευτυχίας αλλά και τις στιγμές πόνου, θεωρούν ότι ζουν κάτι λιγότερο ή περισσότερο από άλλους. Ότι δηλαδή κάποιες στιγμές έχουν μεγαλύτερο ειδικό βάρος από άλλες ή ότι τα προβλήματα μπορούν να συγκριθούν.

Ο καθένας μας ζει ό,τι αντέχει, κάνει ό,τι μπορεί, ονειρεύεται αυτό που επιθυμεί και προσπαθεί όσο του το επιτρέπουν οι συνθήκες. Έτσι, λοιπόν, εφόσον όλοι μας φτάνουμε στα όρια μας, εφόσον όλοι μας μοχθούμε όσο έχουμε ακόμα δύναμη εσωτερική και σωματική, είμαστε όλοι ίδιοι. Τι κι αν τα όριά μας είναι διαφορετικά; Τι κι αν διαφέρει η σωματική μας δύναμη ή η δύναμη των ‘‘θέλω’’ μας; Το πείσμα μας, μας κάνει να υπερβαίνουμε τον εαυτό μας και να κάνουμε υπεράνθρωπα πράγματα.

Έτσι, όλοι μας είμαστε ίδιοι, ίσοι απέναντι στον άλλο. Όλοι είμαστε ένα. Όλοι, ανεξαρτήτως χρώματος, εθνικότητας, ηλικίας, οικονομικής κατάστασης, καταγωγής, δεν διαφέρουμε από τους άλλους. Τότε γιατί υπάρχουν αυτές οι αντιθέσεις; Γιατί υπάρχει αυτή η εκμετάλλευση; Γιατί υπάρχει αυτός ο πόνος και η μιζέρια; Είναι ερωτήσεις που δεν κατάφερα ποτέ να απαντήσω και πλέον έχω πάψει ν’ αναρωτιέμαι, να ψάχνομαι και να ψάχνω να βρω απαντήσεις που να δικαιολογούν επαρκώς τέτοια φαινόμενα. Έχω πάψει πλέον να ελπίζω σε κάτι καλύτερο.

Τι τραγικό, στα είκοσι έξι μου να έχω χάσει την ελπίδα. Τι ειρωνεία, ένας νέος άνθρωπος, που θα έπρεπε να είναι γεμάτος όνειρα, ψυχική δύναμη για να κάνει την ανατροπή, γεμάτος ελπίδα και πάθος για το αύριο κυνηγώντας το όνειρό του, να πιστεύει μόνο στο σήμερα, να συμβιβάζεται με την υπάρχουσα κατάσταση και να έχει την δύναμη μόνο να σηκωθεί γι’ ακόμα μια μέρα από το κρεβάτι. Αλήθεια, δεν πιστεύω πως είμαι ο μόνος, ούτε και πως θα μείνω έτσι για πάντα.

Αλήθεια, τι μπορεί να γίνει αν όλοι όσοι αισθανόμαστε το ίδιο (και δεν είμαστε αμελητέα ποσότητα) ξεσηκωθούμε ξαφνικά, σαν πυροτέχνημα, αναζητώντας την ελπίδα για το αύριο ή ακόμα χειρότερα, απαιτώντας τα χαμένα μας «χθες»; Τι μπορεί να γίνει τότε, που όλοι εμείς που δεν έχουμε ούτε να χάσουμε κάτι μα ούτε και να κερδίσουμε, υψώσουμε το ανάστημά μας; Ποιες θα είναι οι κοινωνικές επιπτώσεις αν όλοι όσοι δεν φοβόμαστε να χάσουμε κάτι απ’ αυτά που έχουμε ή να κερδίσουμε κάτι απ’ αυτά που δικαιούμαστε, τα διεκδικήσουμε; Ρωτάω όλα αυτά γιατί θυμάμαι μια φράση που άκουσα κάποτε, ότι δηλαδή «το χειρότερο θηρίο, είναι ο άνθρωπος χωρίς ενδοιασμούς, αυτός που δεν ελπίζει σε κάτι καλύτερο ή χειρότερο, αυτός που δεν έχει ούτε να χάσει, ούτε να κερδίσει κάτι, αυτός που δεν φοβάται, ο αδίστακτος». Γιατί, όπως είπε και ο Καζαντζάκης, «Δεν φοβάμαι τίποτα, δεν ελπίζω τίποτα, είμαι ελεύθερος.».

Και κάπως έτσι ξεκινούν οι επαναστάσεις, από ανθρώπους μικρούς, από ανθρώπους ανήμπορους και ξεγραμμένους, με μόνο όπλο, τη δύναμη της ψυχής . Όλη η ενέργεια τους, ενώνεται σαν μια τεράστια πύρινη μπάλα και καταπνίγει στις φλόγες της ό,τι τολμήσει να μπει στο δρόμο της.

Τώρα θα πει κανείς, πως από αλλού ξεκίνησα και αλλού έχω φτάσει. Κι όμως, όλα έχουν το λόγο τους, το λόγο που δημιουργήθηκαν και υπάρχουν. Μπορεί άμεσα να μην μπορούμε να τον καταλάβουμε, αλλά σίγουρα θα φανεί κάποια στιγμή. Έτσι λοιπόν, θεωρώ πως πλέον είμαι σε μια περίοδο της ζωής μου, που είμαι ελεύθερος, ξεκομμένος από εμπάθειες, αντιπάθειες και προκαταλήψεις, ολοκληρωμένος από ό,τι έχω ήδη ζήσει και έχω καταφέρει, δίχως το αίσθημα μετάνοιας, χωρίς να χρωστάω συγγνώμη σε κάποιον άλλο πέρα του εαυτού μου. Μια συγγνώμη που ποτέ δεν θα πω, μια συγγνώμη που ποτέ δεν θα δεχτώ, μια συγγνώμη που ποτέ δεν θα ζητήσω, μια συγγνώμη που θα απαιτήσω.

Υ.Γ. Έρχεται ιστοριούλα, σαν το προηγούμενο…



4

Χωρίς φρένα

Ήταν σούρουπο, κοντά στην ακτή. Μόλις είχε ανοίξει τα μάτια του απ’ τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Η γεύση της θάλασσας ακόμα στέγνωνε τα χείλη του. Τα ροζιασμένα, απ’ τη δουλειά, χέρια του τράβηξαν απ’ το μέτωπό του τα καστανά μαλλιά του. Και τι δεν είχαν τραβήξει αυτά τα χέρια ∙ χιλιόμετρα δρόμων. Έκατσε λίγο και χάζεψε τη θάλασσα ∙ την απέραντη καταγάλανη θάλασσα, που τώρα άρχιζε να παίρνει ό,τι λογής χρώμα ήθελε ο μεγάλος ζωγράφος.

Μετά ξυπνάει τους άλλους. Ήταν η σειρά τους να του φτιάξουν καφέ. Κάθε μέρα και άλλος, έτσι είχαν συμφωνήσει. Πιάνει να φτιάξει λοιπόν αυτή. Ήταν η πριγκίπισσά του, άσχετα αν δεν της το είχε πει ποτέ. Πάνε τέσσερα χρόνια από τότε που θέλει να της μιλήσει, αλλά αυτός ο κόμπος στο λαιμό, σαν γόρδιος δεσμός, πλέκει τις φωνητικές του χορδές. Όποτε προσπάθησε ο Αλέξανδρος να βγάλει το σπαθί του για να τον κόψει, πάντα του έπεφτε απ’ τα χέρια και έχανε την λαλιά του. Τι βάσανο κι αυτό, να αγαπάς πάντα μόνος.

Είναι πολλά που τον έκαναν στην αρχή να ντρέπεται και να δειλιάζει, μα τώρα, μετά από τόσα χρόνια, μόνο το θάρρος του ξέμεινε στα υπόγεια, κι αυτό, γιατί ακόμα δεν κατέβηκε να το τραβήξει.

«Αλέξανδρε, Αλέξανδρε, πού ταξιδεύεις πάλι ρε συ…» με απορία και χαμόγελο τον ρωτάει ο επιστήθιος φίλος του. «Είναι πάλι αυτή που με ταξιδεύει…» του απαντάει καθώς τραβάει τα μάτια του από πάνω της. Τόση ώρα προσπαθούσε να βρει σε ποιο ρυθμό κουνιόταν το κορμί της, ποιοί στίχοι θα μπορούσαν να περιγράψουν την ομορφιά της και ποιό λουλούδι θα μπορούσε να συγκριθεί με το άρωμά της, όταν σκυφτά, του λέει την πρωινή καλημέρα.

Είχε έρθει η ώρα για να φύγουνε. Με την βοήθεια των άλλων, ανέβηκε πάνω όπου είχε αφήσει το αμάξι του. «Αχ αυτή η άμμος, πολύ κουραστική και στην κατάβαση και στην ανάβαση.» είπε. Μόλις όμως ήρθε και έκατσε δίπλα του η Αλεξάνδρα, τα ξέχασε όλα, και την ταλαιπωρία, και την κούραση. Όλα! Έβαλε μπροστά και φύγανε.

Α, ναι, τι σύμπτωση, είδες είναι συνονόματος με την αγαπημένη του, ξέχασα να το αναφέρω προηγουμένως. Ποιος είμαι εγώ; Αυτό θα το μάθετε αργότερα.

Μετά από ώρες οδήγησης, έφτασαν σπίτι της. Με μια καληνύχτα και ένα ευχαριστώ, την αποχαιρέτησε ξανά, μ’ αυτή, γυρνάει και τον φυλάει ξανά στο μάγουλο, όπως και κάθε άλλο βράδυ. Όμως αυτή την φορά, βαριαναστέναξε, σαν να ήθελε να του πει «ως πότε», και γύρισε και έφυγε.

Γι’ ακόμα ένα βράδυ, θα φύγει χωρίς να πει κουβέντα. Γι’ ακόμα ένα βράδυ, θα γυρίσει μόνος στο σπίτι. Μετά από τόση ταλαιπωρία και κούραση, έπεσε σαν ξερός να κοιμηθεί. Τα πόδια, ξύλινα, τα σέρνει πάνω στο κρεβάτι. Τι θλίψη κι αυτή… Μα το έχει πια συνηθίσει. Έπρεπε γρήγορα να αποκοιμηθεί γιατί αύριο πάλι δεν θα σηκωνόταν με τίποτα για τη δουλειά. Στο μυαλό του όμως αυτή, όπως και κάθε άλλο βράδυ… Φτιάχνει σενάρια, ιστορίες και λόγους, καθώς δεν μπόρεσε ποτέ να τα κάνει. Μα κοίτα πως είχε πάντα στα όνειρά του, όλα ήταν τόσο εύκολα και απλά. Εκεί, όλα τα έκανε σωστά και τιμούσε την φήμη του συνώνυμου ήρωα.

Ακόμα μια μέρα ξημερώνει και αυτός, όπως πάντα, σχολαστικός στο ντύσιμο, στο ξύρισμα και το παρφουμάρισμα. Κάθεται πάντα μετά, για λίγα λεπτά και προσεύχεται στο θεό του, να μην τύχει σε κανέναν άλλο το κακό που του έτυχε ∙ λες και οι άλλοι δεν έχουν τα δικά τους προβλήματα και τις δικές τους ατυχίες.

Η δουλειά του ζηλευτή και παράλληλα πασίγνωστη. Όλος ο κόσμος την βλέπει και την ακούει, μα κανείς δεν μπορεί να καταλάβει, ούτε πόσος χρόνος, ούτε πόσος πνευματικός κόπος απαιτείται. Είναι όμως αξιοθαύμαστος γιατί καταφέρνει να κάνει το χόμπι του εργασία και τη δημιουργικότητά του, πηγή βιοπορισμού του. Σήμερα όμως δεν θα δημιουργήσει. Σήμερα θα παρακολουθήσει την δουλειά ενός συναδέλφου του και θα του πει την γνώμη του. Ίσως μάλιστα, όπως συνηθίζει, να του ετοιμάσει κάποιο κομμάτι σαν πρόταση για ό,τι λάθος βρει.

Λες, μιάμιση ώρα ταινία, πόση δουλειά να θέλει και τι δημιουργικό να κάνεις, αφού, πέρα από τα τραγούδια των τίτλων έναρξης και λήξης, όλα τα άλλα είναι ίδια. Εδώ όμως ο Αλέξανδρος έχει να καταθέσει πολλά, για τα δέκα χρόνια δουλειάς του πάνω στο αντικείμενο. Είναι μόλις είκοσι επτά και όμως, είναι στους τρείς καλύτερους της Ευρώπης. Αν τον ρωτήσεις όμως, δεν θα πει πολλά. Του αρέσει να μιλάει μέσα από τα έργα του. Άλλωστε, δεν είναι τυχαία τα τόσα βραβεία που έχει, σε κάτι χαρτόκουτες στο υπόγειο του σπιτιού του. Γι’ αυτόν, τα καλύτερα και πολυτιμότερα βραβεία που του έχουν δώσει, είναι τα σχόλια, οι αγκαλιές των φίλων και τα ίδια τα κομμάτια.

Μόνος λοιπόν στο γραφείο του - ο θεός να το κάνει γραφείο - παρατηρεί με περίσσια προσήλωση την ταινία, σημειώνοντας κάθε τόσο κάτι νούμερα στο κίτρινο μπλοκ, πάνω στο διπλό αρμόνιο. Τώρα, κάποιος που ξέρει τον Αλέκο, θα πει «ποιο διπλό αρμόνιο;» αφού έχει τρία, γύρω του, σχηματίζοντας ένα μεγάλο πι. Από πάνω και γύρω στους δέκα πόντους πιο πίσω, βρίσκονται οι οθόνες, μεγάλες και φαρδιές οθόνες.

Πολλές φορές είχε σκεφτεί για το σχήμα τους, το χρώμα τους και για το τι πραγματικά είναι. Πάντα κατέληγε στο ίδιο, ότι δηλαδή είναι ένα παράθυρο για να βλέπεις πίσω στο χρόνο, ό,τι πιστεύουν κάποιοι πως αξίζει να μείνει στην ιστορία. Και ακόμα περισσότερο, αισθάνεται σαν μικρός θεός, καθώς ζει στο χρόνο του και παίζει με τον χρόνο των άλλων, πίσω, μπροστά, αργά, γρήγορα, μεγέθυνση, σμίκρυνση, μα λείπει το σπουδαιότερο, η περιστροφή. Όλα εκεί είναι στάσιμα και σταθερά. Προβάλεται μόνο ό,τι εστιάζει ο δημιουργός τους, χωρίς να μπορείς να κάνεις λίγο δεξιά, ή να πας πίσω, στην κοπέλα με το κόκκινο φόρεμα. Άπαξ και την προσπέρασε ο διαβάτης, δεν μπορείς να δεις τα μαλλιά της να ανεμίζουν στον αέρα.

Έχει και κάτι ξύλινα ηχεία, γύρω και πάνω απ’ τις οθόνες. Από μικρός είχε την απορία πως μεταφέρεται ο ήχος, πως μεταδίδεται απ’ το ηχείο και πως μοιάζει τόσο πολύ με τον αληθινό. Αν και ξέρει, ποτέ δεν θέλει να πιστέψει τη λογική εξήγηση. Από μικρός πίστευε πως μια μαγική θεά, που αγαπάει τους ανθρώπους και ειδικά τα παιδιά, φέρνει τις φωνές των αγαπημένων τους μιας και είναι δύσκολο να φέρει αυτούς. Ακόμα, αυτή η μαγική θεά, μπορεί να τις ταξιδεύει μέσα στον χρόνο, να τις αφήνει να χορεύουν, να πετάνε και να παίζουν στον αέρα.

Πάλι άρχισε να ξεφεύγει το μυαλό. Ίσως και να φταίει αυτό το καρτούν που βλέπει και αξιολογεί. Ίσως πάλι να οφείλεται στο νεαρό της ηλικίας του. Μπορεί πάλι να οφείλεται στο ότι ποτέ δεν ακολούθησε τον τρόπο ζωής και σκέψης των ενηλίκων. Μάλλον είναι το ύψος του που τον φέρνει πιο κοντά στην ηλικία των δέκα έξι. Αν και κοντά στα δύο μέτρα, καθιστός φτάνει το ένα και εξήντα με το ζόρι. Ίσως, το μόνιμο χαμόγελο στα σχισμένα χείλη του να μαρτυρά κι αυτό με την σειρά του, άνθρωπο τυχερό, δίχως προβλήματα, έγνοιες και ατυχίες ∙ τι ειρωνεία! Κανείς δεν ξέρει. Σίγουρα όμως, θέλει τεράστια ψυχική δύναμη και κουράγιο για να αντιμετωπίζεις έτσι τα διάφορα προβλήματά σου. Είναι μοναδικός σε αυτό. Όλοι παίρνουν κουράγιο απ’ την στάση του και σε αυτόν βρίσκουν την δύναμη να συνεχίζουν μπροστά.

Πήγε βράδυ και ούτε που το είχε καταλάβει. Είχε υποσχεθεί στους γονείς του, να δειπνήσει μαζί τους. Τους οφείλει πολλά μιας και τόσα χρόνια, ήταν δίπλα του, συνοδοιπόροι στο δύσκολο αυτό δρόμο της ζωής. Τα είχαν περάσει όλα μαζί, οι τρείς τους κι εγώ. Πήρε λοιπόν τηλέφωνο την Αλεξάνδρα, να ακυρώσει το ραντεβού καθώς πήγαινε να πάρει το αμάξι. Τι γλυκιά φωνή, πάντα τρυφερή και απόλυτα εκφραστική, καταλαβαίνεις πάντα πώς αισθάνεται και πώς νοιώθει. Κάτι μέσα του όμως του έλεγε να της μιλήσει τότε. Με ένα «έχω κάτι σημαντικό να σου πω την επόμενη φορά» έκλεισε το τηλέφωνο. Ταχυπαλμία, πάντα ταχυπαλμία.

Βγήκε λοιπόν αληθινό το προαίσθημά του. Ξεκίνησε για τους γονείς του ∙ ταξίδι μακρινό. Τα τέσσερα χιλιόμετρα δεν τελείωσαν ποτέ…

Πριν τελειώσω την ιστορία μου, σας οφείλω μιαν εξήγηση, για το ποιος είμαι εγώ και γιατί σας τα λέω όλα αυτά. Θα σας εξηγήσω με αυτό που μου είπαν όταν γεννήθηκα.

Μου είπαν λοιπόν πως, με κάθε γέννα μωρού, δύο ζωές ξεκινούν, δύο ζωές που έχουν την ίδια μοίρα, δύο ζωές που η μία προστατεύει την άλλη, δύο ζωές, μία ορατή και μία αόρατη. Γεννήθηκα λοιπόν για τον Αλέξανδρο, για να είμαι πάντα δίπλα του, σε κάθε του κίνηση, σε κάθε στιγμή της ζωής του. Γεννήθηκα λοιπόν για να του μιλάω, να τον ενοχλώ όσο ενοχλεί, να τον βοηθάω όσο βοηθάει. Κάποιες φορές μάλιστα, του δίνω την ευκαιρία να επιλέξει και να κρίνω τις επιλογές του. Είμαι πάντα δίπλα του, εδώ και είκοσι επτά χρόνια. Σήμερα όμως, ήρθε η ώρα να τον συνοδέψω σ’ έναν άλλο προορισμό, πρωτόγνωρο γι’ εκείνον, γνωστό γι’ εμένα.

Φεύγουμε λοιπόν όλοι μαζί, εγώ, εκείνος, οι γονείς του και ακόμα δύο άγγελοι. Ο Αλέξανδρος κοίταξε πίσω, σε ένα κόκκινο τοπίο, οχτώ άσπρες ρόδες. Το αμάξι των γονιών του ήταν αυτό που έληξε τον αγώνα του. «Δεν έπιασαν τα φρένα…» έγραψε ο αστυνόμος στην αναφορά του. Τι τραγικό, μιας και το δικό του όχημα δεν είχε φρένα. Αυτός ήταν και το γκάζι και το φρένο στο άσπρο καροτσάκι του.

Χτυπάει το τηλέφωνο. Μήνυμα εξήφθη. «Έχει περάσει τόσος καιρός και ακόμα δεν έχεις καταλάβει. Στέκεσαι στα πόδια σου όταν όλοι γονατίζουν μα ακόμα δεν έχεις σταθεί μπροστά μου, να μου πεις αυτά που βλέπω στα μάτια σου. Τόσο καιρό περιμένω αυτή τη στιγμή. Τίποτα για εμένα δεν είναι πιο σημαντικό απ’ το να ακούσω και από εσένα το ‘‘Σ’ αγαπώ’’. Να προσέχεις. Θα βρεθούμε αύριο, φιλιά, Αλεξάνδρα.»

> Ksidias Yiannis < > uzuburu-buru.blogspot.com <

Λίστα ιστολογίων

Powered by Blogger. Theme: TheBuckmaker, Kredit online, Tyrol. Converted by Wordpress To Blogger for WP Blogger Themes. Sponsored by iBlogtoBlog.