Calendar 1
Τετάρτη 16 Μαρτίου, 20:23 (UTC)
Πριν λίγο ξύπνησα, γιατί ο Μαχμούτ, ο συγκάτοικός μου, άναψε το φως και σηκώθηκε για να διαβάσει. Εδώ που είμαστε τώρα είναι εννιά ώρες μπροστά από την διεθνή ώρα. Ήμασταν στην Σεούλ της Κορέας και τώρα πηγαίνουμε στην Σιγκαπούρη, για να πάρουμε πετρέλαιο για την μηχανή και μετά πάμε κάπου στην Νιγηρία, δεν θυμάμαι. Τόσες πληροφορίες και ονόματα, που να τα συγκρατήσω.
Όλα ξεκίνησαν πριν μπω φαντάρος, ένα χρόνο πριν, όταν η μητέρα μου με παρότρυνε να βγάλω ναυτικό φυλλάδιο. Δεν μπορώ να την καταλάβω. Μεγάλωσε με τον πατέρα της να λείπει σχεδόν πάντα, καλοκαίρια και γιορτές. Πολλές φορές έπαιρνε και την γυναίκα του μαζί και εκείνες έμεναν με την γιαγιά τους. Μου είχε πει πως δεν τις άρεσε και πως της κακοφαίνονταν. Δεν ξέρω. Έπειτα ο μπαμπάς μου, ναυτικός και αυτός, έφυγε στην θάλασσα. Τότε έλεγε : «Φοβόμουν πως κάποια μέρα θα γυρίσει μόνο η βαλίτσα, χωρίς τον Γιώργο.» αλλά μετά, τα ξέχασε όλα και με έσπρωξε προς το επάγγελμα που την έχει οδηγήσει εδώ.
Μετά από πολύ καιρό γρίνιας και καυγάδων, ξεκίνησα να παρακολουθήσω τα σεμινάρια στην σχολή του Ασπροπύργου. Εκεί συνάντησα «κάθε καρυδιάς καρύδι». Ήταν ένας παππούς, μου διαφεύγει το όνομά του που δούλευε στην Σύρο, σε ένα καρνάγιο με ξύλινες βάρκες. Ήθελε τα χαρτιά για να μπορέσει να πάει σε ψαρόβαρκα για κάποια παραπάνω χρήματα. Θα έκανε και μετά μαθήματα, για να μπορέσει να πάρει το χαρτί για το τιμόνι. Εκεί ήταν και ο γιος ενός εφοπλιστή. Δεν τα έπαιρνε τα γράμματα. Δεν ήθελε να ασχοληθεί. Ακριβό αυτοκίνητο, σκάφος, μπουζούκια… Μαζί του ερχόμουν τα πρωινά. Πήγαινα έξω απ’ το σκάφος που έμενε και πότε πηγαίναμε με το δικό μου, πότε με το δικό του αμάξι.
Θυμάμαι μια κοπελιά, γύρω στα 30. Μητέρα, δούλευε στα ποστάλια, για να θρέψει το παιδί της μιας και χωρισμένη. Μαγκάκι, δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της. Θα είχε περάσει πολλά. Ήταν και ένα άλλο παλικαράκι, αλουμινάς, μαγκάκι και αυτός. «Δεν βγάνει πια το μεροκάματο και έχω τα γραμμάτια του αμαξιού.» έλεγε, καθώς κάθε ένας μας ‘‘έβρισκε από μια δικαιολογία’’ για την επιλογή του αυτή. Ήταν και μια Κρητικιά, αυτή κι αν δεν έπαιρνε τα γράμματα. Τριάντα χρονών, την έστειλε η οικογένειά της στην σχολή, μιας και δεν έβγαζε τα έξοδά της. Δούλευε στα χωράφια, στις ελιές. Αλλά πήγαινε καιρός από το τελευταίο μεροκάματο, δεν είχε πάει καλά και η χρονιά…
Κάπως έτσι λοιπόν, ξεκίνησε αυτό το ταξίδι. Ήθελα να φύγω μακριά, από το σπίτι, από την καθημερινότητα, από όλα, από εμένα. Τελείωσα από φαντάρος και μετά τι; Το χαρτί από την σχολή δεν το έχω ακόμη. Λίγο στην πλάκα, λίγο στον χαβαλέ, βρήκα εταιρεία και να, δεκατέσσερις Μαρτίου, ταξιδεύω για Σεούλ, με άλλα δυο άτομα, δόκιμους μηχανής για να μπούμε στον «Αετό του Νείλου». Καινούργιο πλοίο, ούτε πέντε χρονών, που μοιάζει με μόλις να βγήκε από το ναυπηγείο. Μετά από ένα πολύωρο ταξίδι με το αεροπλάνο, πολύ γέλιο, πειράγματα με τις αεροσυνοδούς και παρατηρήσεις από τους άλλους επιβάτες, φτάσαμε Κορέα, όπου και μας υποδέχτηκε ο ατζέντης της εταιρείας.
Μετά από λίγη ώρα, ήρθαμε στο πλοίο. Μου φαινόταν σαν ψέμα. Ανεβήκαμε και μας είπαν που να μείνουμε. Μιας και ήταν άνθρωποι από την εταιρεία για επιθεώρηση στις καμπίνες μας, θα μέναμε στο «Σουέζ», ένα μικρό δωμάτιο για έξι άτομα. Μας έστειλαν να κοιμηθούμε από τις τρις το μεσημέρι. Ήταν ότι καλύτερο μετά από τόσες ώρες πτήσης. Μπάνιο, φαΐ και ύπνος. Εγώ ξύπνησα γύρω στις τέσσερις τα χαράματα τοπική, μετά από τρις – τέσσερις φορές που άνοιξα τα μάτια μου, αλλά η κούραση με ξανακύλησε στο Μορφέα τα χέρια. Μετά ανέβηκα στο δωμάτιο ελέγχου. Εκεί, με καλημέρισε ο υποπλοίαρχος. Μου είπε να πάω να πάρω πρωινό, καφέ και ό,τι άλλο ήθελα και να ανέβω στην γέφυρα. Γύρω στις έξι και μισή, άρχισαν να έρχονται και άλλοι, οι πιλότοι, ο πλοίαρχος και οι λοιποί. Ήρθαν και έδεσαν τα ρυμουλκά. Μέσα σε λίγα λεπτά, φεύγαμε από τον ντόκο. Μέχρι που να το καταλάβω, είχαμε κιόλας απομακρυνθεί από το λιμάνι. Ταξιδεύαμε!
Η υπόλοιπη μέρα κύλησε ήσυχα, με ενημερώσεις και παρακολούθηση εκπαιδευτικών βίντεο για την ασφάλεια στο πλοίο. Ποια τα πυροσβεστικά συστήματα στο πλοίο, πως λειτουργούν οι σωστικές βάρκες, γυμνάσιο ετοιμότητας εγκατάλειψης πλοίου και πολλά παρόμοια, γέμισαν την μέρα μου. Όλα κυλούν ωραία και συναρπαστικά γρήγορα. Με έβαλαν βάρδια στην γέφυρα, οκτώ με δώδεκα το πρωί και μετά, μία με πέντε, έχω να πηγαίνω στου καπετάνιου, να τον βοηθάω. Μέχρι στιγμής, δεν έχω καταφέρει να ακολουθήσω το πρόγραμμα πιστά, μιας και έχω άλλες δουλειές να κάνω. Έχω να διαβάσω κιόλας πολλά για την εταιρεία και τον τρόπο λειτουργίας της, αλλά που χρόνος.
Προσπαθώ από την πρώτη μέρα να γυμνάζομαι. Έτσι, κάθε απόγευμα, πηγαίνω στο γυμναστήριο, κάνω τις ασκησούλες μου, παίζω το πίνκ-πόνκ μου και ηρεμώ. Μετά, κάνω μπανάκι και μετά το βραδινό, που ενώ κανονικά σερβίρετε στις πέντε, εγώ το παίρνω στις επτά. Η ώρα έχει πάει πια δώδεκα και είκοσι το μεσημέρι, βάση Γκρίνουιτς και πλέον είναι Παρασκευή, δεκαοχτώ του μήνα. Ναι, δεν μπόρεσα να το τελειώσω σε μια μέρα αυτό το μικρό κειμενάκι. Σε λίγες μέρες θα ξαναγράψω και άλλα, αλλά προς το παρόν, έχω διάβασμα.
Ksidias Yiannis
0 Comments »
Δημοσίευση σχολίου