2

Πέμπτη και τελευταία προσπάθεια...

Επειδή δεν θέλω να σας κουράζω με τις μαλακίες μου και με την όρεξή μου για γράψιμο, αυτό είναι το τελευταίο κειμενάκι που ανεβάζω στο blog. Ελπίζω να σας άρεσαν αυτά που έγραψα ή να σας προβλημάτισαν. Σίγουρα πάντως, εκτιμώ βαθύτατα τον χρόνο που δαπανήσατε για εμένα και σας ευχαριστώ πολύ. Και τα πέντε κειμενάκια, είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους. Δεν απευθύνονται σε κανέναν και δεν μιλάνε για υπαρκτά γεγονότα παρόλο που σε όλα, υπάρχουν επιρροές από προσωπικά βιώματα.



Αυτές τις μέρες θέλω να γράψω, ότι κρυμμένο καιρό, έχω στο κεφάλι. Σαν επτασφράγιστο μυστικό, καταχωνιάζω κάθε «περίεργη» ∙ για τα δεδομένα σας ∙ σκέψη. Τις κρύβω και τις κλειδώνω καλά. Μετά τις θάβω με χώμα. Μα αυτές οι σκέψεις, βγάζουν ρίζες και υψώνουν, θεριεύουν και ξεπροβάλουν απ’ τη γη. Μα σαν τις κόβω, σαν λερναία ύδρα, πετάει δύο νέους βλαστούς. Όσο παλεύω να τις ξεχάσω, τόσο πληθαίνουν τις αλυσίδες στα πόδια μου.

Σου έχω μιλήσει γι αυτές κάποιο Σαββάτο βράδυ. Ήμασταν πάλι εδώ, στην κουζίνα θυμάμαι. Δάκρυσα μπροστά σου και εσύ βουβός. Φίλε, όταν σπάω, θέλω να είσαι εσύ που θα μαζεύεις τα κομμάτια μου. Θέλω να είσαι παρόν όπως τότε. Δεν σου θυμώνω. Είσαι πάντα εκεί. Ντρέπομαι όμως για εσένα γιατί πας και πέφτεις απ’ τα μπαλκόνια σε ξένες γειτονιές. Θέλω να είμαι εγώ αυτός που θα κρατάει το χαρτομάντιλο στο χέρι. Στο χρωστάω, το ξέρεις.

Ίσως τα βλέπω αλλιώς, έχω πάλι σκεφτεί. Ίσως στους νόμους σας να είμαι τρελός. Ίσως πάλι, να είμαι ο μόνος λογικός στο θέατρο σας. Μπορεί ακόμα και να τα ερμηνεύω λάθος. Μα τότε αλήθεια, τι μπορείτε να κάνετε; Ποιο είναι το γιατρικό σας για να δουλέψει όπως θέλετε το εργαλείο μου; Μήπως το μυαλό είναι αμάξι ή καφετιέρα, να βάζεις δύο βίδες και δέκα καλώδια και να φτιάχνει; Ή μήπως πάλι, να μου φορέσετε το άσπρο φόρεμα με τα μακριά μανίκια και σαν νυφούλα, να με μεθάτε με ψεύτικα όνειρα και να μου μιλάτε για μία άλλη πραγματικότητα;

Πάντα φοβάμαι όταν τα σκέφτομαι αυτά. Τρέμω και μόνο στην ιδέα του περιθωρίου και του κοινωνικού αποκλεισμού. Όλοι θα αλλάξετε συμπεριφορά, θα με θεωρείτε σαν ξένο, σαν μίασμα στο καθημερινό σας μονόπρακτο. Φίλοι, γνωστοί και συγγενείς, θα με επισκέπτονται από υποχρέωση μην φύγω και δεν πρόλαβαν να δουν το αξιοθέατο. Όλοι θα λέτε ναι στα θέλω μου και εγώ θα απαντάω όχι στα πρέπει σας. Αυτό με κάνετε να πιστεύω, αυτό με κάνατε να ακολουθώ. «Κτήνη», με κάνετε να ντρέπομαι και να καταπνίγω την διαφορετικότητά μου. Και εσείς, διαφορετικοί είστε για εμένα.

«Μήπως υπάρχουν και άλλοι σαν και εμένα;» συχνά σκέφτομαι. Μήπως δηλαδή υπάρχουν και άλλοι που υποφέρουν από τον ίδιο τους τον εαυτό ή πάλι, μήπως οι άλλοι αντιμετωπίζουν την κατάσταση διαφορετικά; «Άνθρωπε, είμαι και εγώ εδώ. Δεν είμαστε μόνοι!» φωνάζω με το στόμα κλειστό μπροστά στο μικρόφωνο. Ούτε το θάρρος δεν έχω να υψώσω το ανάστημά μου. Πάντα με το βλέμμα χαμηλά. Πάντα εκεί, να ντύνω με μαύρα την πολύχρωμη νιότη μου.

Γέρασα και δεν μπόρεσα τίποτα να αλλάξω. Η δειλία μου έγινε τρόπος ζωής και το θάρρος, αν υπάρχει στα αλήθεια, εξαίρεση με εξάρσεις ανά δεκαετία. Πέρασε ο καιρός και ποτέ δεν σήκωσα το κεφάλι. Λένε ο ουρανός είναι γαλάζιος και πως το ουράνιο τόξο, πολύχρωμο. Εγώ πάλι τα θυμάμαι γκρίζα, σαν παιδί στο χωριό. Κι αν προσπαθήσω να κάνω κάτι πριν φύγω, είναι να σου πω να μην ακολουθήσεις την ζωή μου. Το παράδειγμά μου, είναι αυτό προς αποφυγή. «Άκουσέ τους μεγάλε, δες τον ουρανό. Αν είναι γαλάζιος, τότε ζήσε με αυτούς. Αν όμως είναι γκρι, φύγε μακριά και μην γυρίσεις πίσω. Θα έρθω να σε βρω σύντομα…»



> Ksidias Yiannis < > uzuburu-buru.blogspot.com <

***Try to live your edreams, to rule your fears...***



Για του Αγίου Βαλεντίνου...

Με μία άλλη ματιά...


Είπα να γράψω κάτι για να σ’ αρέσει και σκέφτηκα τα όμορφα, σαν από ζωγραφιά βγαλμένα, καστανά σγουρά μαλλιά σου. Θυμάμαι, μπροστά στον καθρέφτη, να κάθεσαι να τα χτενίζεις. Ακόμα θυμάμαι και εκείνη την ξύλινη βούρτσα, ξεχασμένη δυο χρόνια στο μπάνιο, που την άγγιζες στα μαλλιά σου και της μίλαγες. Ήσουν σαν βγαλμένη από ταινία, με το άσπρο σου μπλουζάκι, να αφήνει διακριτικά τον δεξί σου ώμο να προβάλει καθώς είχες γύρει το κεφάλι στα αριστερά. Τα μαλλιά σου, σαν δίχτυ, κρατούσαν όλο το λαμπερό φως του ήλιου και άφηναν μόνο λίγες ακτίνες να περνούν απ’ τα κενά που άφηνε η βούρτσα. Ήσουν σαν όνειρο την ώρα που ξύπναγα.

Μετά πάλι, θυμήθηκα τα γαλάζια σου μάτια, που σαν χίλιες θάλασσες, με ταξίδευαν σε κάθε γωνιά της ψυχής σου. Θυμάμαι την πρώτη φορά που σε κοίταξα στα μάτια, έκανα μια παύση στα λόγια μου. Γέλασες τότε ∙ κατάλαβες πως χάζευα τα ζωγραφισμένα από παλέτα ζωγράφου μάτια σου. Τα ανοιγόκλεισες απότομα, δυο – τρεις φορές, σαν να μου έκλεινες την πόρτα σε αυτό το θαύμα. Πριν καν σου ζητήσω συγνώμη, είχες ήδη ζωγραφίσει ένα μικρό χαμόγελο. Μετά από τόσο καιρό, πάλι τα ίδια ταξίδια κάνω όποτε τους αφήνομαι.

Σκέφτηκα να γράψω κάτι για να σ’ αρέσει. Ξεκίνησα να γράψω για εμάς. Για όσα ζήσαμε, για όσα κάναμε, γι’ αυτά που τελειώσαμε αλλά και γι’ αυτά που δεν αρχίσαμε ποτέ, για ότι μας πόνεσε, για ότι μας χώρισε, μα πιο πολύ, ξεκίνησα να γράψω για ότι μας ένωσε και ότι μας κράτησε μαζί τόσο καιρό. Ήταν τόσο μαγικό να κάθομαι να ξεθάβω τις στιγμές που περάσαμε, να προσπαθώ να θυμηθώ τι αισθανόμουν τότε και πως δρούσα. Σίγουρα αν με ξαναρωτούσες, θα ξαναέκανα τα ίδια λάθη μαζί σου.

Θυμήθηκα, νύχτα σε κάποια παραλία, να περπατάμε αγκαζέ, με τα παπούτσια περασμένα στα δάχτυλα. Να σου μιλάω ώρες για τα άστρα και εσύ, γερμένο το κεφάλι στο στήθος μου, να μου λες να συνεχίζω. Κλειστά τα μάτια από την ώρα που κάτσαμε στο βράχο, είχες. Πόσο σου άρεσε να με παιδεύεις, πόσο μου άρεσε να σε κοιμίζω με ιστορίες. Και τότε πάλι, να τα βάζω με τα μαλλιά σου και να τα μαλώνω, που σου σκεπάζουν το λαιμό κάτω από το δεξιό σου αφτί και μπερδεύονται με τα σκουλαρίκια σου.

Ακόμα θυμήθηκα, το πρώτο μεσημέρι στις διακοπές μας. Μετά από τόσες ώρες ταξίδι οδικώς, είχα πιο πολύ ανάγκη το νερό απ’ «…το καημένο το λουλουδάκι – δες το μαράθηκε». Κι όμως, την έκφρασή σου εκείνη, δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Ήσουν πιο γλυκιά και πιο όμορφη από κάθε άλλη φορά. Ήταν σαν σου έκανε ξαφνική επίσκεψη το μητρικό σου ένστικτο για φροντίδα. Με ξάφνιασες ακόμα και στην ταβέρνα. Στοίχημα πως σε θυμούνται ακόμα τα αδέσποτα της περιοχής. Τι μέρα και αυτή!

Θυμάμαι, κι όσο συνεχίζω να γράφω θυμάμαι και άλλα. Τόσες ωραίες στιγμές, στο ημερολόγιο του μυαλού μου. Τόση ευτυχία! Ήταν πραγματικά από τις ωραιότερες περιόδους της ζωής μου. Θυμάμαι έλεγα «Υπάρχουν άνθρωποι που πέρασαν από αυτή την ζωή και ούτε που άγγιξαν αυτό που ζήσαμε.» όποτε περιέγραφα την σχέση μας. Όλα αλήθεια ήταν και το ξέρεις. Τώρα, το πιστεύω πιο πολύ από ποτέ. Τώρα ξέρω πως εσύ, ήσουν τα πάντα για εμένα. Τώρα ξέρω πως ότι ζήσαμε ήταν το καλύτερο που θα μπορούσαμε να ζήσουμε και το χειρότερο που θα μπορούσαν να ζήσουν άλλοι.



«Αγάπη μου, είναι ωραία εδώ πάνω. Σε βλέπω πιο καθαρά πλέον. Να ξέρεις πως θα σε προσέχω όσο μπορώ. Θα είμαι δίπλα σου σε κάθε δύσκολη στιγμή. Αλλά αν με αγαπάς, όπως μου έλεγες, θέλω να με αφήσεις πίσω σου και να συνεχίσεις μπροστά. Γιατί καρδιά μου, σε κάθε τέλος, σηματοδοτείται μια καινούργια αρχή και σε αυτή την αρχή δεν έχω θέση πια εγώ.»



> Ksidias Yiannis < > uzuburu-buru.blogspot.com <

***Try to live your edreams, to rule your fears...***




2

Και ένα στα ελληνικά... {όχι, για να μην λες...}

Ήμουν πάλι σήμερα στον πατέρα μου και μετά στον παππού μου. Είναι τόσο ήσυχα όποτε πηγαίνω να τους δω. Μόνο τον άνεμο ακούς και τα πουλιά. Όταν γλιστρά από τις γωνιές και τρέχει πάλι, είναι σαν να σου μιλάει, σαν να σου μεταφέρει τα λόγια τους. Είναι σαν να απαντάει στις θύμησες και να αλλάζει ότι είχατε ήδη πει. Φοβάμαι να το λέω μα σε εσένα, ανοίγω την καρδιά μου γιατί δεν σε ξέρω.

Σήμερα πάλι έβρεχε. Κάθε φορά βρέχει όταν έρχομαι. Ξέρεις ότι σιχαίνομαι τη βροχή. Σου το ‘χα πει, θυμάσαι, πως είναι σαν να ξεπλένεις τις αμαρτίες σου, σαν προχωράς δίχως λόγο στη βροχή. Μα εγώ τις αμαρτίες μου, πληγές μου τις έχω και τις γλύφω. Έβρεχε πάλι και με καθάρισες. Σαν από εκεί να μου βάνεις άθλους, σα να με δοκιμάζεις αν θέλω να έρθω να σε δω. Να ξέρεις, στο ‘πα, εγώ θα έρχομαι.

Θυμήθηκες πάλι πολλά, βασανισμένο μου μυαλό. Είδες εκείνη την ξύλινη πλακέτα που του είχες πάρει. Πάει κοντά τρία χρόνια που έχει εκεί και έχει χαλάσει πια από την υγρασία. Σου είπα « Κάθε άντρας μπορεί να γίνει πατέρας, μα δύσκολο μπαμπάς σαν και εσένα. » και το εννοούσα. Δεν θέλω να στα ξαναλέω. Είσαι μαζί μου, μέρα και νύχτα και τα ξέρεις. Ξέρεις τι σκέφτομαι και είσαι αυτός που με οδηγεί. Γιατί αν δεν ήσουν δίπλα μου, το μυαλό θα έκανε περίεργες σκέψεις και το κορμί θα ακολουθούσε.

Μετά πήγα σε εσένα. Είναι ωραία εκεί πάνω. Τα βλέπεις όλα καθαρά, σαν σε πίνακα. Πάντα φοβόσουν τα ύψη, πάντα κοντά στη θάλασσα, μα σαν να σε βλέπω να το απολαμβάνεις. Είδα και μια κοπέλα εκεί δίπλα. Ήταν ωραία με τα μακριά καστανά της μαλλιά. Να την προσέχεις, τ’ ακούς, γιατί είναι μικρή και δεν ξέρει. Είκοσι τρία μου είπε κι αυτό γιατί κάποιος βιαζόταν. Ντρέπομαι, ναι, αλλά διάβασα τα μηνύματά της ∙ του αγοριού, της αδερφής και της μάνας. Κρίμα, δεν πρόλαβες. Δάκρυσα και ας μην σε ξέρω, γιατί ήταν σαν να τα έλεγαν για εμένα.

Πως φεύγει έτσι η ζωή. Περνάνε χρόνια για κάποιους και για άλλους πάλι, απλά να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου. Πάντα είναι λίγο. Πάντα κάτι δεν έχει ολοκληρωθεί και πάντα κάτι τελειώνει πρόωρα. Γιατί άραγε; Εγώ θα τα κάνω όλα σωστά. Θα έχω τελειώσει τα πάντα και δεν θα αφήσω τίποτα στη μέση. Δεν θα είμαι από αυτούς που θα ζητήσουν πέντε λεπτά ακόμα. Από τώρα προσπαθώ να ζω την κάθε στιγμή σαν να είναι η τελευταία. Το κάθε λεπτό, σαν να είμαι στο κενό και το κάθε δευτερόλεπτο, σαν να μην έχω άλλο. Όμως ακόμα παλεύω να διορθώσω κάτι. Ακόμα προσπαθώ να αλλάξω το χθες, γιατί απλά, δεν σου είπα « Σ’ αγαπώ… ».




Υ.Γ. 01 « Να ξέρεις διαβάτη και περαστικέ, πως εδώ πονάμε λίγο. Είναι οι πληγές μας πιο βαθιές και το αίμα τις γλυκαίνει. Μα σαν ξημέρωμα θα δεις, ένα φως να σιγοτρέμει, τρέχα τον διάβα προς τα εκεί, που η ομορφιά του κόσμου δεν ξεθώριασε ακόμα. »


Υ.Γ. 02 « Μες στο μυαλό μου χάνομαι, στα σκοτεινά μπουντρούμια, που η δύναμη του θέλω καλύπτεται από την αδυναμία του μπορώ. Και έρχεσαι εσύ, σαν άλλος ήλιος σκοτεινός, και με μαυρίζεις κι άλλο. Ίσως να φταίει η φλόγα, που άναψε νωρίς απόψε. »




> Ksidias Yiannis < > uzuburu-buru.blogspot.com <

***Try to live your edreams, to rule your fears...***



My second attempt...

I just came back. I entered the main door and a weird smell tickled my cold noose. Ms. Riana is cooking again that horrible dish, with fish and onions. Nothing had changed. She made the same plate my last day here. I entered the key in the key-hole. For a moment, I had some doubts to enter or not. I had that strange feeling like that day’s in the lake. I had no choice. Jack was barking so loud that could wake up the neighbors from their nap.

We were starving. I ordered something and I offered him canned food. He was so happy that he didn’t even eat for the first few minutes. He was staring at me. He is great. He is my best friend. I owe him an apology for not taking him with me for my two-day trip. I checked around and everything was clean and clear. He earned a big burger for the day after with his behavior. I went to the sofa and he came in front. He was staring at me with his big brown eyes. After a minute, he crossed his front legs and he lied on the floor.

We were both happy to see each other but in the same time, we were so tired. We passed through a lot the last couple of months. He will never forget the operation he had. “Liver cancer” the doctor said; “I cannot predict how many months it will leave more”. “He, doctor, he will live more…” I tried to correct him. It is really obvious, he is not as active as he use to. He doesn’t want to play games or even to chewing my old football shoes. “Dear god please let him live a couple of weeks more. I promised him that after that business trip, we will go to my village.” I whispered.

I was so tired. I closed my eyes and I felt asleep in a minute. I was so tired that I woke up late at night from the sound of a thunder. It was raining again. I don’t know what I hate more; when it is raining or myself when it is raining. When it rains, I am acting like a rat, trying to avoid walking out and never, never to carry an umbrella. I lighted a cigarette and I went to my desk. I had to finish some things for my job. “Work never ends! Welcome back!!!” was written on the post-it above the pack.

You know how to make me laugh but for sure, you have to practice on timing. You know about Jack and you didn’t even ask about him. Even if I want to be mad on you, when you smile you can change a beast into a lamp. It is really amazing how you can calm me down. You have a great influence on me but it is not the same with Jack. He still cannot forget that you walked over his tail twice during last month.

I took a deep breath and I started. Jack was next to my left leg and was breathing loud and hard. I cannot tell him what is going on. It is better not to know. After an hour I took a break. I lighted another cigarette and I switched on the radio. It was almost eleven. I had to increase my performance because in ten hours, I had to be at work. I tried to focus more but without any great results. He took a deep breath like he could understand my difficult situation.

It is almost twelve and I am checking the last page. The rain is still trying to piss me off but it cannot. I am in my sweet home, with my best friend and nothing can ruin it. I don’t have the strength even to take off my jeans. I went directly to the sofa because it is the closest place I can lie to sleep. I putted away the small pillows and took off my shoes. Then, I asked from Jack to come there. He didn’t even move his head to my direction.

I woke up and I went to his side. When I touched him, he was so cold. I took a blanket from the closet and I covered him. I lied by his side and I took him in my arms. He didn’t want to share a world with me. I bet he was mad because I hadn’t paid much attention till then. I know that tomorrow, he will forgive me. He always does.

I closed my eyes and I slept by his side. In the morning, I woke up late, because he didn’t lick my face. He was still there, in my arms. He didn’t move during the night. What a great dog. He didn’t want to wake me up so he didn’t move all night long. I had to go to work. I went to the bathroom but he didn’t follow me. It was obvious that he was still mad on me for what I did last night.

I went again close to him. He wasn’t breathing. The phone rang and it was you. You asked me why I am late and if I will come. “I will go to my village today. Actually, we have to go to my village today so I have to hurry up. Sorry. I will explain everything when I will come back.” and I told you that I won’t come for few days. I had promised him that we will go there and I always keep my promises, especially to my best friends.

There, he will be free… and I will be with him…




P.S. English is not my mother-tongue language so any corrections are welcome...


> Ksidias Yiannis < > uzuburu-buru.blogspot.com <

***Try to live your edreams, to rule your fears...***


Λίστα ιστολογίων

Powered by Blogger. Theme: TheBuckmaker, Kredit online, Tyrol. Converted by Wordpress To Blogger for WP Blogger Themes. Sponsored by iBlogtoBlog.