Τουρισμός στην Ελλάδα... {κουλά!!}
Τα κουλά, είναι μέρος της καθημερινότητας μας. Στην καθημερινή περιπέτεια μας, λοιπόν, για επιβίωση, μας συμβαίνουν διάφορα κουλά, ανεξήγητα γεγονότα, τέτοια που τα όρια της λογικής, δεν φτάνουν για να περιγράψουν αυτό που ζούμε.
Είμαι λοιπόν τις τελευταίες μέρες, για διακοπές σε έναν κρυφό προορισμό, εντός Ελλάδος. Την πρώτη μέρα λοιπόν, η μητέρα μου ρώτησε την "ρεσεψιονίστ" για το που μπορούμε να πάμε και τι μπορούμε να δούμε, ποια χωριά αξίζει να επισκεφτούμε και τι πρέπει να προσέξουμε σε αυτά.
Έτσι λοιπόν, ακολουθώντας τις συμβουλές της ειδικού, πήραμε τον δρόμο για το πρώτο χωριό. Έπρεπε λοιπόν εκεί, να επισκεφτούμε το πολιτιστικό κέντρο και να παρακολουθήσουμε την ξενάγηση της υπευθύνου. Έπρεπε όμως να είμαστε εκεί νωρίς γιατί το πολιτιστικό κέντρο έκλεινε στις 13:00 (δημόσιο σου λέει μετά) και θα μας έπαιρνε ένα δυωράκι.
Κάναμε λοιπόν ότι μας είπε και έτσι, 9:00 νταν, ήμασταν στην πόρτα. Πάει 9:30 και ακόμα η κοπέλα δεν είχε έρθει. Πήγα λοιπόν να ρωτήσω μια γειτόνισσα για το αν σήμερα είναι κλειστό ή για το πότε ανοίγει. Η απάντηση : "Παλικάρι μου, αυτή δουλεύει στην πόλη. Το ανοίγει μόνο το Σαββατοκύριακο, στις γιορτές και κατά την διάρκεια του καλοκαιριού. Τσάμπα ήρθατε."
Δεν το άφησα έτσι λοιπόν. Πήγα στο καφενείο του χωριού και ρώτησα τι άλλο μπορούμε να δούμε και αν η συγκεκριμένη κοπέλα είναι υπάλληλος δημοσίου ή την πληρώνει το πολιτιστικό κέντρο. Η απάντηση : "Κοίτα παιδί μου, μονάχα το πολιτιστικό μπορείτε να δείτε. Είναι και οι εκκλησίες αλλά τις έχουν κλειδωμένες. Όσο για την κοπέλα, καλή κοπέλα είναι. Είναι από τζάκι. Έχει δικό της μαγαζί μαζί με τον αδερφό της και όποτε θέλει, έρχεται και ανοίγει και το πολιτιστικό. Δεν την αγγίζει κανείς γιατί ο πατέρας της είναι ο Δήμαρχος."
Φύγαμε λοιπόν για να πάμε σε ένα γειτονικό χωριό, που θα βλέπαμε ένα λαογραφικό μουσείο, την κεντρική εκκλησία του χωριού, που είχε ένα πανέμορφο τέμπλο καθώς επίσης, θα έπρεπε να κάνουμε βόλτα στα πέτρινα σοκάκια του χωριού. Τελικά, δεν κάναμε τίποτα, γιατί δεν ανανεώθηκε η σύμβαση του υπαλλήλου του λαογραφικού, οι εκκλησίες ήταν και εκεί κλειδωμένες και τα πέτρινα σοκάκια ήταν μόλις 120 μέτρα μήκος, γιατί τα υπόλοιπα, θα τα φτιάξουν μέχρι το καλοκαίρι.
Έτσι λοιπόν φύγαμε για να πάμε στον τελευταίο προορισμό για εκείνη την μέρα. Η ώρα ήταν μόλις 10:30 και πηγαίναμε σε μια καφετέρια που πραγματικά είχε απίστευτη θέα. Μπήκαμε λοιπόν μέσα και κάτσαμε κοντά στο παράθυρο. Η θέα μαγευτική, να σου κόβει την ανάσα. Μια καφετέρια, στην κόψη ενός βράχου, γύρω στα 400 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και με μία οπτική γωνία, μεγαλύτερη των 180 μοιρών. Φανταστείτε λοιπόν να είστε σε έναν πανέμορφο κόλπο, στην δεξιά μεριά του, 400 μ. πάνω απ΄την θάλασσα, έχοντας την οπτική της παραλίας που κλίνεται στον κόλπο και του ανοιχτού πελάγους.
Μετά από 15 λεπτά αναμονής και χωρίς να έχουμε δει κάποιο σερβιτόρο η΄έστω κάποιο άνθρωπο, είπα να κοιτάξω απέξω μπας και βρω κάποιον αν ρωτήσω. Βρίσκω λοιπόν μια γιαγιά, λίγο ευτραφή και αφού της ρωτάω που μπορούμε να παραγγείλουμε, λαμβάνει χώρα ο εξής απίθανος διάλογος :
- Γεια σας. Μπορούμε να παραγγείλουμε κάπου;
- Το παιδί που το λειτουργεί, λείπει.
- Είστε οι μητέρα του; Μήπως μπορείτε να μας κάνετε εσείς δυο ελληνικούς;
- Παιδί μου είναι αλλά δεν μπορώ να σας κάνω καφέ.
- Α, οκ. Να φύγουμε δηλαδή;
- Ναι, να φύγετε, να φύγετε...
- Ωραία, ευχαριστώ πολύ...
- Να σε καλά...
Μετά από αυτό, δεν περιγράφω άλλο... Απλά θα σας αφιερώσω το επόμενο τραγούδι...