Χωρίς φρένα

Ήταν σούρουπο, κοντά στην ακτή. Μόλις είχε ανοίξει τα μάτια του απ’ τις πρώτες ακτίνες του ήλιου. Η γεύση της θάλασσας ακόμα στέγνωνε τα χείλη του. Τα ροζιασμένα, απ’ τη δουλειά, χέρια του τράβηξαν απ’ το μέτωπό του τα καστανά μαλλιά του. Και τι δεν είχαν τραβήξει αυτά τα χέρια ∙ χιλιόμετρα δρόμων. Έκατσε λίγο και χάζεψε τη θάλασσα ∙ την απέραντη καταγάλανη θάλασσα, που τώρα άρχιζε να παίρνει ό,τι λογής χρώμα ήθελε ο μεγάλος ζωγράφος.

Μετά ξυπνάει τους άλλους. Ήταν η σειρά τους να του φτιάξουν καφέ. Κάθε μέρα και άλλος, έτσι είχαν συμφωνήσει. Πιάνει να φτιάξει λοιπόν αυτή. Ήταν η πριγκίπισσά του, άσχετα αν δεν της το είχε πει ποτέ. Πάνε τέσσερα χρόνια από τότε που θέλει να της μιλήσει, αλλά αυτός ο κόμπος στο λαιμό, σαν γόρδιος δεσμός, πλέκει τις φωνητικές του χορδές. Όποτε προσπάθησε ο Αλέξανδρος να βγάλει το σπαθί του για να τον κόψει, πάντα του έπεφτε απ’ τα χέρια και έχανε την λαλιά του. Τι βάσανο κι αυτό, να αγαπάς πάντα μόνος.

Είναι πολλά που τον έκαναν στην αρχή να ντρέπεται και να δειλιάζει, μα τώρα, μετά από τόσα χρόνια, μόνο το θάρρος του ξέμεινε στα υπόγεια, κι αυτό, γιατί ακόμα δεν κατέβηκε να το τραβήξει.

«Αλέξανδρε, Αλέξανδρε, πού ταξιδεύεις πάλι ρε συ…» με απορία και χαμόγελο τον ρωτάει ο επιστήθιος φίλος του. «Είναι πάλι αυτή που με ταξιδεύει…» του απαντάει καθώς τραβάει τα μάτια του από πάνω της. Τόση ώρα προσπαθούσε να βρει σε ποιο ρυθμό κουνιόταν το κορμί της, ποιοί στίχοι θα μπορούσαν να περιγράψουν την ομορφιά της και ποιό λουλούδι θα μπορούσε να συγκριθεί με το άρωμά της, όταν σκυφτά, του λέει την πρωινή καλημέρα.

Είχε έρθει η ώρα για να φύγουνε. Με την βοήθεια των άλλων, ανέβηκε πάνω όπου είχε αφήσει το αμάξι του. «Αχ αυτή η άμμος, πολύ κουραστική και στην κατάβαση και στην ανάβαση.» είπε. Μόλις όμως ήρθε και έκατσε δίπλα του η Αλεξάνδρα, τα ξέχασε όλα, και την ταλαιπωρία, και την κούραση. Όλα! Έβαλε μπροστά και φύγανε.

Α, ναι, τι σύμπτωση, είδες είναι συνονόματος με την αγαπημένη του, ξέχασα να το αναφέρω προηγουμένως. Ποιος είμαι εγώ; Αυτό θα το μάθετε αργότερα.

Μετά από ώρες οδήγησης, έφτασαν σπίτι της. Με μια καληνύχτα και ένα ευχαριστώ, την αποχαιρέτησε ξανά, μ’ αυτή, γυρνάει και τον φυλάει ξανά στο μάγουλο, όπως και κάθε άλλο βράδυ. Όμως αυτή την φορά, βαριαναστέναξε, σαν να ήθελε να του πει «ως πότε», και γύρισε και έφυγε.

Γι’ ακόμα ένα βράδυ, θα φύγει χωρίς να πει κουβέντα. Γι’ ακόμα ένα βράδυ, θα γυρίσει μόνος στο σπίτι. Μετά από τόση ταλαιπωρία και κούραση, έπεσε σαν ξερός να κοιμηθεί. Τα πόδια, ξύλινα, τα σέρνει πάνω στο κρεβάτι. Τι θλίψη κι αυτή… Μα το έχει πια συνηθίσει. Έπρεπε γρήγορα να αποκοιμηθεί γιατί αύριο πάλι δεν θα σηκωνόταν με τίποτα για τη δουλειά. Στο μυαλό του όμως αυτή, όπως και κάθε άλλο βράδυ… Φτιάχνει σενάρια, ιστορίες και λόγους, καθώς δεν μπόρεσε ποτέ να τα κάνει. Μα κοίτα πως είχε πάντα στα όνειρά του, όλα ήταν τόσο εύκολα και απλά. Εκεί, όλα τα έκανε σωστά και τιμούσε την φήμη του συνώνυμου ήρωα.

Ακόμα μια μέρα ξημερώνει και αυτός, όπως πάντα, σχολαστικός στο ντύσιμο, στο ξύρισμα και το παρφουμάρισμα. Κάθεται πάντα μετά, για λίγα λεπτά και προσεύχεται στο θεό του, να μην τύχει σε κανέναν άλλο το κακό που του έτυχε ∙ λες και οι άλλοι δεν έχουν τα δικά τους προβλήματα και τις δικές τους ατυχίες.

Η δουλειά του ζηλευτή και παράλληλα πασίγνωστη. Όλος ο κόσμος την βλέπει και την ακούει, μα κανείς δεν μπορεί να καταλάβει, ούτε πόσος χρόνος, ούτε πόσος πνευματικός κόπος απαιτείται. Είναι όμως αξιοθαύμαστος γιατί καταφέρνει να κάνει το χόμπι του εργασία και τη δημιουργικότητά του, πηγή βιοπορισμού του. Σήμερα όμως δεν θα δημιουργήσει. Σήμερα θα παρακολουθήσει την δουλειά ενός συναδέλφου του και θα του πει την γνώμη του. Ίσως μάλιστα, όπως συνηθίζει, να του ετοιμάσει κάποιο κομμάτι σαν πρόταση για ό,τι λάθος βρει.

Λες, μιάμιση ώρα ταινία, πόση δουλειά να θέλει και τι δημιουργικό να κάνεις, αφού, πέρα από τα τραγούδια των τίτλων έναρξης και λήξης, όλα τα άλλα είναι ίδια. Εδώ όμως ο Αλέξανδρος έχει να καταθέσει πολλά, για τα δέκα χρόνια δουλειάς του πάνω στο αντικείμενο. Είναι μόλις είκοσι επτά και όμως, είναι στους τρείς καλύτερους της Ευρώπης. Αν τον ρωτήσεις όμως, δεν θα πει πολλά. Του αρέσει να μιλάει μέσα από τα έργα του. Άλλωστε, δεν είναι τυχαία τα τόσα βραβεία που έχει, σε κάτι χαρτόκουτες στο υπόγειο του σπιτιού του. Γι’ αυτόν, τα καλύτερα και πολυτιμότερα βραβεία που του έχουν δώσει, είναι τα σχόλια, οι αγκαλιές των φίλων και τα ίδια τα κομμάτια.

Μόνος λοιπόν στο γραφείο του - ο θεός να το κάνει γραφείο - παρατηρεί με περίσσια προσήλωση την ταινία, σημειώνοντας κάθε τόσο κάτι νούμερα στο κίτρινο μπλοκ, πάνω στο διπλό αρμόνιο. Τώρα, κάποιος που ξέρει τον Αλέκο, θα πει «ποιο διπλό αρμόνιο;» αφού έχει τρία, γύρω του, σχηματίζοντας ένα μεγάλο πι. Από πάνω και γύρω στους δέκα πόντους πιο πίσω, βρίσκονται οι οθόνες, μεγάλες και φαρδιές οθόνες.

Πολλές φορές είχε σκεφτεί για το σχήμα τους, το χρώμα τους και για το τι πραγματικά είναι. Πάντα κατέληγε στο ίδιο, ότι δηλαδή είναι ένα παράθυρο για να βλέπεις πίσω στο χρόνο, ό,τι πιστεύουν κάποιοι πως αξίζει να μείνει στην ιστορία. Και ακόμα περισσότερο, αισθάνεται σαν μικρός θεός, καθώς ζει στο χρόνο του και παίζει με τον χρόνο των άλλων, πίσω, μπροστά, αργά, γρήγορα, μεγέθυνση, σμίκρυνση, μα λείπει το σπουδαιότερο, η περιστροφή. Όλα εκεί είναι στάσιμα και σταθερά. Προβάλεται μόνο ό,τι εστιάζει ο δημιουργός τους, χωρίς να μπορείς να κάνεις λίγο δεξιά, ή να πας πίσω, στην κοπέλα με το κόκκινο φόρεμα. Άπαξ και την προσπέρασε ο διαβάτης, δεν μπορείς να δεις τα μαλλιά της να ανεμίζουν στον αέρα.

Έχει και κάτι ξύλινα ηχεία, γύρω και πάνω απ’ τις οθόνες. Από μικρός είχε την απορία πως μεταφέρεται ο ήχος, πως μεταδίδεται απ’ το ηχείο και πως μοιάζει τόσο πολύ με τον αληθινό. Αν και ξέρει, ποτέ δεν θέλει να πιστέψει τη λογική εξήγηση. Από μικρός πίστευε πως μια μαγική θεά, που αγαπάει τους ανθρώπους και ειδικά τα παιδιά, φέρνει τις φωνές των αγαπημένων τους μιας και είναι δύσκολο να φέρει αυτούς. Ακόμα, αυτή η μαγική θεά, μπορεί να τις ταξιδεύει μέσα στον χρόνο, να τις αφήνει να χορεύουν, να πετάνε και να παίζουν στον αέρα.

Πάλι άρχισε να ξεφεύγει το μυαλό. Ίσως και να φταίει αυτό το καρτούν που βλέπει και αξιολογεί. Ίσως πάλι να οφείλεται στο νεαρό της ηλικίας του. Μπορεί πάλι να οφείλεται στο ότι ποτέ δεν ακολούθησε τον τρόπο ζωής και σκέψης των ενηλίκων. Μάλλον είναι το ύψος του που τον φέρνει πιο κοντά στην ηλικία των δέκα έξι. Αν και κοντά στα δύο μέτρα, καθιστός φτάνει το ένα και εξήντα με το ζόρι. Ίσως, το μόνιμο χαμόγελο στα σχισμένα χείλη του να μαρτυρά κι αυτό με την σειρά του, άνθρωπο τυχερό, δίχως προβλήματα, έγνοιες και ατυχίες ∙ τι ειρωνεία! Κανείς δεν ξέρει. Σίγουρα όμως, θέλει τεράστια ψυχική δύναμη και κουράγιο για να αντιμετωπίζεις έτσι τα διάφορα προβλήματά σου. Είναι μοναδικός σε αυτό. Όλοι παίρνουν κουράγιο απ’ την στάση του και σε αυτόν βρίσκουν την δύναμη να συνεχίζουν μπροστά.

Πήγε βράδυ και ούτε που το είχε καταλάβει. Είχε υποσχεθεί στους γονείς του, να δειπνήσει μαζί τους. Τους οφείλει πολλά μιας και τόσα χρόνια, ήταν δίπλα του, συνοδοιπόροι στο δύσκολο αυτό δρόμο της ζωής. Τα είχαν περάσει όλα μαζί, οι τρείς τους κι εγώ. Πήρε λοιπόν τηλέφωνο την Αλεξάνδρα, να ακυρώσει το ραντεβού καθώς πήγαινε να πάρει το αμάξι. Τι γλυκιά φωνή, πάντα τρυφερή και απόλυτα εκφραστική, καταλαβαίνεις πάντα πώς αισθάνεται και πώς νοιώθει. Κάτι μέσα του όμως του έλεγε να της μιλήσει τότε. Με ένα «έχω κάτι σημαντικό να σου πω την επόμενη φορά» έκλεισε το τηλέφωνο. Ταχυπαλμία, πάντα ταχυπαλμία.

Βγήκε λοιπόν αληθινό το προαίσθημά του. Ξεκίνησε για τους γονείς του ∙ ταξίδι μακρινό. Τα τέσσερα χιλιόμετρα δεν τελείωσαν ποτέ…

Πριν τελειώσω την ιστορία μου, σας οφείλω μιαν εξήγηση, για το ποιος είμαι εγώ και γιατί σας τα λέω όλα αυτά. Θα σας εξηγήσω με αυτό που μου είπαν όταν γεννήθηκα.

Μου είπαν λοιπόν πως, με κάθε γέννα μωρού, δύο ζωές ξεκινούν, δύο ζωές που έχουν την ίδια μοίρα, δύο ζωές που η μία προστατεύει την άλλη, δύο ζωές, μία ορατή και μία αόρατη. Γεννήθηκα λοιπόν για τον Αλέξανδρο, για να είμαι πάντα δίπλα του, σε κάθε του κίνηση, σε κάθε στιγμή της ζωής του. Γεννήθηκα λοιπόν για να του μιλάω, να τον ενοχλώ όσο ενοχλεί, να τον βοηθάω όσο βοηθάει. Κάποιες φορές μάλιστα, του δίνω την ευκαιρία να επιλέξει και να κρίνω τις επιλογές του. Είμαι πάντα δίπλα του, εδώ και είκοσι επτά χρόνια. Σήμερα όμως, ήρθε η ώρα να τον συνοδέψω σ’ έναν άλλο προορισμό, πρωτόγνωρο γι’ εκείνον, γνωστό γι’ εμένα.

Φεύγουμε λοιπόν όλοι μαζί, εγώ, εκείνος, οι γονείς του και ακόμα δύο άγγελοι. Ο Αλέξανδρος κοίταξε πίσω, σε ένα κόκκινο τοπίο, οχτώ άσπρες ρόδες. Το αμάξι των γονιών του ήταν αυτό που έληξε τον αγώνα του. «Δεν έπιασαν τα φρένα…» έγραψε ο αστυνόμος στην αναφορά του. Τι τραγικό, μιας και το δικό του όχημα δεν είχε φρένα. Αυτός ήταν και το γκάζι και το φρένο στο άσπρο καροτσάκι του.

Χτυπάει το τηλέφωνο. Μήνυμα εξήφθη. «Έχει περάσει τόσος καιρός και ακόμα δεν έχεις καταλάβει. Στέκεσαι στα πόδια σου όταν όλοι γονατίζουν μα ακόμα δεν έχεις σταθεί μπροστά μου, να μου πεις αυτά που βλέπω στα μάτια σου. Τόσο καιρό περιμένω αυτή τη στιγμή. Τίποτα για εμένα δεν είναι πιο σημαντικό απ’ το να ακούσω και από εσένα το ‘‘Σ’ αγαπώ’’. Να προσέχεις. Θα βρεθούμε αύριο, φιλιά, Αλεξάνδρα.»

> Ksidias Yiannis < > uzuburu-buru.blogspot.com <

4 Comments »

Λίστα ιστολογίων

Powered by Blogger. Theme: TheBuckmaker, Kredit online, Tyrol. Converted by Wordpress To Blogger for WP Blogger Themes. Sponsored by iBlogtoBlog.